Η Ελλάδα επανεξετάζει το μοντέλο τουρισμού με έμφαση στη βιώσιμη ανάπτυξη, κοινωνική συμμετοχή και στρατηγική διαχείριση προορισμών στο Βόρειο Αιγαίο.
Καθώς οι πιέσεις στους φυσικούς και κοινωνικούς πόρους αυξάνονται, η Ελλάδα καλείται να επανεξετάσει το μοντέλο τουριστικής ανάπτυξης που ακολουθεί. Η απλή αύξηση των αφίξεων δεν θεωρείται πλέον επαρκής δείκτης επιτυχίας. Καθοριστικοί παράγοντες είναι πλέον η ποιότητα της τουριστικής εμπειρίας, η φέρουσα ικανότητα των περιοχών και η ενεργή συμμετοχή των τοπικών κοινωνιών. Στο επίκεντρο αυτής της αναθεώρησης βρίσκεται η “διαχείριση προορισμών” (destination management), ένα εργαλείο στρατηγικού σχεδιασμού που έχει επηρεάσει σημαντικά την ελληνική τουριστική πολιτική, ειδικά την τελευταία δεκαετία, που η χώρα επανεξετάζει τις στρατηγικές της.
Την περίοδο 2004–2014, ο τουρισμός στην Ελλάδα σημείωσε εντυπωσιακή άνοδο. Οι αφίξεις και τα έσοδα αυξήθηκαν ραγδαία, καθιστώντας τον τουρισμό βασικό πυλώνα της ελληνικής οικονομίας. Ωστόσο, αυτή η δυναμική δεν συνοδεύτηκε από έναν ολοκληρωμένο σχεδιασμό. Η απουσία σαφούς χωροταξικού πλαισίου και η έλλειψη μακροπρόθεσμης στρατηγικής είχαν ως αποτέλεσμα την άναρχη δόμηση, ιδίως σε νησιωτικές και παράκτιες περιοχές, και την υπερσυγκέντρωση δραστηριότητας σε ήδη κορεσμένους προορισμούς. Αυτό οδήγησε σε φθίνουσα ποιότητα των υποδομών, περιβαλλοντικές επιβαρύνσεις και πίεση στις τοπικές κοινωνίες. Παράλληλα, δεν ελήφθησαν επαρκώς υπόψη οι μεταβαλλόμενες προτιμήσεις των επισκεπτών, που στρέφονται πλέον σε αυθεντικές και βιώσιμες εμπειρίες, πέρα από τα καθιερωμένα, μαζικά τουριστικά προϊόντα.
Μετά το 2014, παρατηρείται σταδιακή στροφή προς μια πιο ισορροπημένη και στρατηγικά σχεδιασμένη τουριστική πολιτική. Η έννοια της διαχείρισης προορισμών υιοθετείται σταδιακά, επεκτείνοντας το ενδιαφέρον πέρα από την προβολή, στον ολοκληρωμένο σχεδιασμό, την προστασία των πόρων και την ισόρροπη κατανομή της τουριστικής δραστηριότητας. Η προσέγγιση αυτή ενσωματώνεται σε νομοθετικές και χωροταξικές ρυθμίσεις, με σκοπό τη διαμόρφωση ενός βιώσιμου αναπτυξιακού πλαισίου. Στον πυρήνα αυτής της προσπάθειας βρίσκεται η αναγνώριση της φέρουσας ικανότητας κάθε περιοχής και η ανάγκη ευθυγράμμισης των τουριστικών πολιτικών με τα περιβαλλοντικά, κοινωνικά και οικονομικά χαρακτηριστικά της.
Καθοριστικός παράγοντας για την επιτυχία του νέου αυτού μοντέλου αποτελεί η ουσιαστική ενσωμάτωση των τοπικών κοινωνιών στον σχεδιασμό και την υλοποίηση των πολιτικών. Η σύγχρονη προσέγγιση δεν αντιμετωπίζει τους κατοίκους απλώς ως αποδέκτες των επιπτώσεων του τουρισμού, αλλά ως ενεργά υποκείμενα με κρίσιμο ρόλο στη διαμόρφωση ενός αποδεκτού, λειτουργικού και κοινωνικά ωφέλιμου τουριστικού μοντέλου. Η συμμετοχική διακυβέρνηση, μέσω των θεσμών όπως οι Φορείς Διαχείρισης Προορισμών (DMOs), δεν αποτελεί απλώς μια κανονιστική επιλογή, αλλά βασική αρχή δημοκρατικής νομιμοποίησης των τουριστικών πολιτικών. Η αξιοποίηση της τοπικής γνώσης, η προσαρμογή στις ιδιαιτερότητες κάθε τόπου και η συμπερίληψη των συμφερόντων των τοπικών φορέων και επιχειρηματιών συμβάλλουν ουσιαστικά στην αύξηση της κοινωνικής αποδοχής, στη βελτίωση της ποιότητας του τουριστικού προϊόντος και στην ενίσχυση της ανθεκτικότητας των προορισμών.
Η μετάβαση από το παραδοσιακό, ποσοτικοκεντρικό μοντέλο σε ένα ποιοτικό και βιώσιμο υπόδειγμα τουριστικής ανάπτυξης βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη. Αν και η υλοποίηση παραμένει δύσκολη, η κατεύθυνση είναι πλέον σαφής: η επιτυχία δεν θα κρίνεται από τον αριθμό των επισκεπτών, αλλά από την ικανότητα του τουρισμού να συνυπάρχει αρμονικά με το περιβάλλον, να ενισχύει τις τοπικές κοινωνίες και να αναδεικνύει τον πολιτιστικό πλούτο της χώρας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι ελληνικές περιφέρειες εμφανίζουν διαφορετικά χαρακτηριστικά ως προς τον βαθμό και τη μορφή της τουριστικής τους ανάπτυξης. Περιφέρειες με έντονη τουριστική δραστηριότητα, όπως η Κρήτη, το Νότιο Αιγαίο και τα Ιόνια Νησιά, αντιμετωπίζουν προκλήσεις που σχετίζονται με την υπερσυγκέντρωση επισκεπτών, την πίεση σε φυσικούς πόρους και την κορεσμένη φέρουσα ικανότητα των υποδομών. Αντίθετα, περιοχές με περιορισμένη τουριστική ανάπτυξη, όπως η Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, διαθέτουν τη δυνατότητα να σχεδιάσουν από νωρίς ένα πιο βιώσιμο και διαφοροποιημένο μοντέλο τουρισμού, αξιοποιώντας τοπικά πλεονεκτήματα και αποφεύγοντας τα λάθη των ήδη κορεσμένων προορισμών.
Η Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση στον ελληνικό τουριστικό χάρτη. Αποτελούμενη κυρίως από μεγάλα νησιά —όπως η Λέσβος, η Χίος, η Σάμος και η Λήμνος— διαθέτει σημαντικά φυσικά και πολιτιστικά αποθέματα, όπως μοναδικά οικοσυστήματα, πλούσια βιοποικιλότητα και διαχρονική πολιτισμική κληρονομιά. Αν και σημειώθηκε αξιοσημείωτη τουριστική ανάπτυξη στις πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα, αυτή εξελίχθηκε αποσπασματικά, χωρίς ενιαίο στρατηγικό πλαίσιο. Η ελλιπής ενίσχυση των υποδομών, η εποχικότητα και η περιβαλλοντική επιβάρυνση αναδεικνύουν την ανάγκη για έναν σαφή και μακροπρόθεσμο σχεδιασμό. Η στροφή προς ένα μοντέλο τουρισμού που θα προτάσσει την αειφορία, θα ενσωματώνει την τοπική ταυτότητα και θα αξιοποιεί ενεργά τις τοπικές κοινωνίες αποτελεί κρίσιμη προϋπόθεση για τη βιώσιμη προοπτική της περιοχής.
Τα τελευταία χρόνια, η Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου βρίσκεται σε φάση θεσμοθέτησης Οργανισμού Διαχείρισης Προορισμού (Destination Management Organization – DMO), με στόχο τον ολοκληρωμένο συντονισμό του τουριστικού τομέα. Ο νέος φορέας αναμένεται να αναλάβει τον στρατηγικό σχεδιασμό της τουριστικής ανάπτυξης, δίνοντας έμφαση στην ανάδειξη της τοπικής ταυτότητας, τη διαχείριση της φέρουσας ικανότητας και την προώθηση εναλλακτικών μορφών τουρισμού, όπως ο πολιτιστικός, ο φυσιολατρικός και ο γαστρονομικός. Ωστόσο, εξακολουθούν να υφίστανται σημαντικές προκλήσεις, κυρίως ως προς τη διασύνδεση των νησιών μεταξύ τους και με την ηπειρωτική χώρα, την προσέλκυση επενδύσεων, καθώς και τη συγκρότηση μιας ενιαίας, αναγνωρίσιμης τουριστικής ταυτότητας σε περιφερειακό επίπεδο.
Σε σχέση με τα κρίσιμα ζητήματα που καθορίζουν τη διαχείριση των νησιών του Βορείου Αιγαίου ως τουριστικών προορισμών, η Αναπληρώτρια Καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής με γνωστικό αντικείμενο “Χωρικές Πολιτικές για Τουριστικούς Προορισμούς”, κα Ευθυμία Σαραντάκου, επισημαίνει ότι τα νησιά της περιοχής συγκροτούν μια μοναδική γεωγραφική και πολιτισμική ενότητα, με ιδιαίτερους πόρους αλλά και σύνθετες προκλήσεις. Κατά την άποψή της, η στρατηγική τουριστικής διαχείρισης οφείλει να εστιάσει σε άξονες που σχετίζονται τόσο με τις εγγενείς δυνατότητες των νησιών όσο και με τις εξωτερικές πιέσεις που αυτά δέχονται.
Πρώτον, παρά το υψηλό δυναμικό τους, η τουριστική ανάπτυξη δεν ανταποκρίνεται στις πραγματικές δυνατότητες των νησιών. Παρότι διαθέτουν αξιόλογους πολιτιστικούς και φυσικούς πόρους —όπως μοναδικές παραλίες, μνημεία και αρχιτεκτονική κληρονομιά— καθώς και συγκριτικά ικανοποιητική προσβασιμότητα, μεγάλο μέρος τους παραμένει τουριστικά υποανάπτυκτο. Σύμφωνα με το νέο Χωροταξικό Πλαίσιο Τουρισμού (2024), το 63% των περιοχών των νησιών του Βορείου Αιγαίου χαρακτηρίζεται ως μη ανεπτυγμένο τουριστικά, γεγονός που καταδεικνύει τα όρια μιας μονοδιάστατης πολιτικής κινήτρων, η οποία δεν έχει καταφέρει να επηρεάσει ουσιαστικά τις επιλογές της αγοράς.
Δεύτερον, η πολυπλοκότητα της ταυτότητας των νησιών —ως προς το μέγεθος, τους διαθέσιμους πόρους και τον πολιτισμικό χαρακτήρα— καθιστά δύσκολη τη συγκρότηση μιας συνεκτικής τουριστικής εικόνας. Τα μεγαλύτερα νησιά, όπως η Λέσβος, η Χίος, η Σάμος, η Λήμνος και η Ικαρία, παρουσιάζουν σημαντική εσωτερική ποικιλομορφία, τόσο φυσική όσο και ανθρωπογενή, ενώ φέρουν έντονα πολυπολιτισμικά στοιχεία. Η προβολή τους ως ενιαίος τουριστικός προορισμός απαιτεί προσεκτική διαχείριση, ώστε να αποφεύγονται οι υπεραπλουστεύσεις ή η ομογενοποίηση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών κάθε νησιού. Παράλληλα, ο πρωτογενής τομέας παραμένει ισχυρός, με αξιόλογα τοπικά προϊόντα. Αν και κάποια από αυτά, όπως η μαστίχα Χίου και το μοσχάτο Σάμου, έχουν αποκτήσει ευρύτερη αναγνωρισιμότητα, η αγροδιατροφική ταυτότητα των νησιών δεν έχει αξιοποιηθεί συστηματικά για τη σύνδεσή της με τον τουρισμό.
Επιπρόσθετα, η γεωπολιτική θέση των νησιών εντείνει την ευαλωτότητά τους σε εξωτερικές πιέσεις, όπως οι μεταναστευτικές ροές, οι οποίες επηρεάζουν τόσο την τουριστική εικόνα όσο και το αίσθημα ασφάλειας των επισκεπτών. Η εμπειρία της Λέσβου το 2015 αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα των συνεπειών αυτής της ευαλωτότητας. Τέλος, η παρουσία πανεπιστημιακών ιδρυμάτων στην περιοχή προσφέρει μια σημαντική ευκαιρία για τη διασύνδεση της τουριστικής ανάπτυξης με την εκπαίδευση, την έρευνα και την καινοτομία, δημιουργώντας προϋποθέσεις για την υιοθέτηση βιώσιμων και περισσότερο συμμετοχικών προσεγγίσεων στον τουριστικό σχεδιασμό.
Με βάση τα παραπάνω, η κα Ευθυμία Σαραντάκου προτείνει μια ολιστική και πολυεπίπεδη προσέγγιση, η οποία θα λαμβάνει υπόψη τις ιδιαιτερότητες και τις προκλήσεις της περιοχής, διασφαλίζοντας παράλληλα την κοινωνική συμμετοχή, την προστασία του περιβάλλοντος και την ποιοτική αναβάθμιση του τουριστικού προϊόντος. Συγκεκριμένα, εισηγείται:
- Κατευθυνόμενες επενδύσεις, όπως οι Στρατηγικές Τουριστικές Επενδύσεις, με σαφείς δεσμεύσεις και προσανατολισμό σε παραμεθόριες και λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές.
- Συνεργασία του τουριστικού και χωρικού σχεδιασμού, αξιοποιώντας την ευκαιρία που προσφέρουν τα Τοπικά Πολεοδομικά Σχέδια στα νησιά του Βορείου Αιγαίου, ώστε να αποφευχθούν αντιφάσεις μεταξύ χωρικής, επενδυτικής και τουριστικής πολιτικής.
- Ενίσχυση της σύνδεσης του τουρισμού με την τοπική παραγωγή και την αγροδιατροφή, ώστε να λειτουργούν συμπληρωματικά και όχι ανταγωνιστικά.
- Αειφόρο διαχείριση των φυσικών πόρων, ιδιαίτερα του νερού, για την αποφυγή συγκρούσεων μεταξύ τουρισμού και άλλων χρήσεων.
- Ανάπτυξη συνεργασιών με πανεπιστημιακά τμήματα και αξιοποίηση της τοπικής γνώσης.
- Δημιουργία αποτελεσματικών μηχανισμών διαχείρισης κρίσεων.
- Βελτίωση της ενδοπεριφερειακής και εξωτερικής διασύνδεσης.
- Ενίσχυση της τουριστικής εικόνας μέσω στοχευμένης προβολής.
- Αξιοποίηση της πολυπολιτισμικής ταυτότητας των νησιών για την προσφορά αυθεντικών εμπειριών.
Η κα Σαραντάκου καταλήγει με σαφήνεια, τονίζοντας ότι η τουριστική πολιτική για τα νησιά του Βορείου Αιγαίου πρέπει να αποφύγει τις οριζόντιες ενισχύσεις και την άκριτη υιοθέτηση ξενόφερτων προτύπων. Σύμφωνα με την ίδια, είναι επιτακτική η ανάγκη διαμόρφωσης μιας στρατηγικής που θα σέβεται το πολιτισμικό τοπίο και την πολιτιστική κληρονομιά, θα ενεργοποιεί ουσιαστικά τις τοπικές κοινωνίες και θα επενδύει στην επιστημονική γνώση. Μόνο με αυτές τις προϋποθέσεις, όπως επισημαίνει, τα νησιά μπορούν να αναδειχθούν σε προορισμούς αυθεντικών εμπειριών, βιώσιμης τουριστικής ανάπτυξης και κοινωνικής συνοχής.
Η Γιώτα Μοσχοπουλίδου είναι πτυχιούχος Διοίκησης Τουριστικών Επιχειρήσεων και Απόφοιτη Μεταπτυχιακού ΔΠΜΣ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, με επιστημονική κατεύθυνση “Τουρισμός και Περιφερειακή Ανάπτυξη”.Δραστηριοποιείται ως Επιστημονική Σύμβουλος Τουριστικής Ανάπτυξης, με πολυετή εμπειρία στο φάσμα του τουριστικού γίγνεσθαι και εξειδίκευση στο Τουριστικό Μάρκετινγκ και την Περιφερειακή Ανάπτυξη.Ως επιστημονική συντάκτρια του TravelDailyNews αρθρογραφεί πάνω σε θέματα Ανάπτυξης/Βιωσιμότητας/Καινοτομίας- Τεχνολογίας/Εναλλακτικών Μορφών και Πολιτισμού. Είναι υπεύθυνη για τις βιβλιοπαρουσιάσεις του επιστημονικού κλάδου του τουρισμού.
Source: traveldailynews.gr