Η βιωσιμότητα στον τουρισμό απαιτεί στρατηγική διακυβέρνηση, διαφάνεια, παρακολούθηση δεδομένων, τοπική συμμετοχή και περιβαλλοντική ισορροπία.
Η βιωσιμότητα του τουρισμού αναδεικνύεται σήμερα ως η βασική προτεραιότητα για την ανάπτυξη των τουριστικών προορισμών, με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Τουρισμού (ΠΟΤ) να την τοποθετεί στο επίκεντρο της στρατηγικής του. Η τουριστική διακυβέρνηση ενός προορισμού δεν είναι απλώς μια διοικητική διαδικασία, αλλά ένα κρίσιμο εργαλείο για την εξασφάλιση ενός υγιούς και μακροπρόθεσμου τουριστικού μοντέλου. Για να επιτευχθεί αυτή η βιωσιμότητα απαιτείται μια οργανωμένη και στρατηγική προσέγγιση που να συνδυάζει την τουριστική ανάπτυξη με την προστασία των φυσικών και πολιτιστικών πόρων.
Ο ΠΟΤ θέτει δύο θεμελιώδεις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ένας προορισμός «βιώσιμος». Η πρώτη προϋπόθεση αφορά στην υιοθέτηση μιας ολοκληρωμένης στρατηγικής, με σαφείς στόχους και μέτρα πολιτικής που να προάγουν τη βιωσιμότητα του τουρισμού. Η στρατηγική αυτή διαμορφώνεται μέσω διαβούλευσης με τους τοπικούς φορείς, εξασφαλίζοντας τη συμμετοχή και τη συναίνεση όλων των εμπλεκόμενων μερών. Επιπλέον, η πορεία υλοποίησης αυτής της στρατηγικής πρέπει να παρουσιάζεται δημόσια, μέσω διαδικασιών λογοδοσίας, ώστε να διασφαλίζεται η διαφάνεια και η υπευθυνότητα. Η δεύτερη προϋπόθεση αφορά στη λειτουργία ενός μηχανισμού παρακολούθησης των εξελίξεων στον τομέα του τουρισμού. Αυτός ο μηχανισμός, γνωστός ως Παρατηρητήριο, παρέχει στο σώμα λήψης αποφάσεων (DMMO) τεκμηριωμένες προτάσεις και δεδομένα που καθοδηγούν τη στρατηγική των πολιτικών. Η συνεχής καταγραφή των εξελίξεων επιτρέπει την έγκαιρη αναγνώριση των προκλήσεων και τη λήψη αποφάσεων που οδηγούν τον προορισμό στην επιτυχία και τη βιωσιμότητα.
Το μοντέλο αυτό της τουριστικής διακυβέρνησης, που βασίζεται στην ολοκληρωμένη στρατηγική και την τεκμηριωμένη παρακολούθηση, ανοίγει το δρόμο για μια νέα εποχή στον τουρισμό. Σε αυτή την εποχή, η ανάπτυξη προωθείται με γνώμονα την αρμονία με το περιβάλλον και τις τοπικές κοινότητες, εξασφαλίζοντας ένα βιώσιμο μέλλον για όλους.
Το Άρθρο 07, του νόμου υπ’ αριθμό 4875 (Κεφ. Β), θέτει τις βάσεις για την ίδρυση του Παρατηρητηρίου Τουρισμού στο Υπουργείο Τουρισμού, μια πρωτοβουλία που στοχεύει στην ενίσχυση και τη σταθερότητα του τουριστικού τομέα στην Ελλάδα. Με την παρακολούθηση της δυναμικής της τουριστικής αγοράς και τη χρήση δεδομένων από τον Δορυφόρο Λογαριασμό Τουρισμού, το Παρατηρητήριο διαδραματίζει κρίσιμο ρόλο στην ανάπτυξη στρατηγικών και πολιτικών για την ενίσχυση του εγχώριου τουριστικού προϊόντος. Η συνεργασία του με πανεπιστημιακά ιδρύματα, την ΕΛΣΤΑΤ και άλλους φορείς του κλάδου διασφαλίζει την ποιότητα και την εγκυρότητα των αναλύσεων, ενώ η δυνατότητα ενσωμάτωσης έργων στο ΕΣΠΑ και σε άλλους χρηματοδοτικούς μηχανισμούς ενισχύει τη βιωσιμότητα των προγραμμάτων.
Εν συνεχεία, το Άρθρο 08 του νόμου 4875, προβλέπει την ίδρυση τοπικών και περιφερειακών παρατηρητηρίων βιώσιμης τουριστικής ανάπτυξης, μια κίνηση που ενισχύει την ανάγκη για συντονισμό και συνεργασία σε τοπικό επίπεδο. Αυτή η προσέγγιση είναι ιδιαίτερα σημαντική για περιοχές που έχουν χαρακτηριστεί ως πρότυποι τουριστικοί προορισμοί, καθώς διασφαλίζει ότι οι τουριστικές πολιτικές εναρμονίζονται με τις τοπικές ανάγκες και δυνατότητες. Η συνεργασία με τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ) και η δυνατότητα ένταξης στο Διεθνές Δίκτυο του Παγκόσμιου Οργανισμού Τουρισμού προσφέρουν στην Ελλάδα τη δυνατότητα να ενταχθεί σε μια παγκόσμια στρατηγική βιώσιμης τουριστικής ανάπτυξης. Αντικείμενο της στρατηγικής του Παρατηρητηρίου είναι η ενίσχυση της διακυβέρνησης μέσω της δημιουργίας Παρατηρητηρίων Τουρισμού και της υιοθέτησης ψηφιακών μεθόδων για τη διαχείριση των πόρων. Επίσης, προτείνεται η αναβάθμιση των υπηρεσιών των επιχειρήσεων, με έμφαση στην υπεύθυνη επιχειρηματικότητα, τη χρήση τοπικών προϊόντων και την υιοθέτηση “πράσινων” και ψηφιακών τεχνολογιών. Παράλληλα, ενθαρρύνεται η αναμόρφωση της τουριστικής προσφοράς μέσω της διαφοροποίησης του προϊόντος, που αξιοποιεί τους φυσικούς, πολιτιστικούς και παραγωγικούς πόρους των προορισμών. Με την εφαρμογή αυτών των παρατηρητηρίων, η Ελλάδα ενδυναμώνει τη θέση της στον παγκόσμιο χάρτη του βιώσιμου τουρισμού, προσφέροντας ένα πρότυπο που μπορεί να λειτουργήσει ως παράδειγμα για άλλες χώρες. Το ζητούμενο, βέβαια, είναι η αποτελεσματική υλοποίηση αυτών των στρατηγικών, ώστε οι τοπικές κοινωνίες και ο τουριστικός τομέας να δρέψουν τα οφέλη από μια πιο ισχυρή και βιώσιμη τουριστική ανάπτυξη.
Αξιοσημείωτο είναι το παράδειγμα του Παρατηρητηρίου Βιώσιμου Τουρισμού Αιγαίου, το οποίο έχει αναπτύξει μια προσέγγιση που συνδυάζει τη στρατηγική τουριστική ανάπτυξη με την προστασία του περιβάλλοντος και την κοινωνική ευημερία. Υποστηριζόμενο από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Τουρισμού, με ενεργή συμμετοχή στο Παγκόσμιο Δίκτυο Παρατηρητηρίων Βιώσιμου Τουρισμού, το παρατηρητήριο παρακολουθεί και αξιολογεί την τουριστική δραστηριότητα σε εθνικό και περιφερειακό-νησιωτικό επίπεδο, παρέχοντας κρίσιμα δεδομένα για τη βιώσιμη ανάπτυξη των προορισμών. Η στρατηγική αυτή δείχνει τον δρόμο για την υιοθέτηση πρακτικών που εξασφαλίζουν ότι ο τουρισμός θα συνεχίσει να αποτελεί την κινητήριο δύναμη της ελληνικής οικονομίας μέσα από την ουσιαστική αξιοποίηση των περιβαλλοντικών, πολιτιστικών και παραγωγικών στοιχείων της χώρας και των επιμέρους προορισμών -δηλαδή τη ταυτότητα τους-, χωρίς να θυσιάζεται η ποιότητα του περιβάλλοντος και της τοπικής κοινωνίας. Η συνολική στρατηγική περιλαμβάνει και την αλλαγή του τρόπου προβολής των προορισμών, προκειμένου να ενισχυθεί η εικόνα των νησιών ως βιώσιμων και υπεύθυνων τουριστικών προορισμών. Οι προκλήσεις είναι πολλές, όμως η σταδιακή εφαρμογή αυτών των στρατηγικών μπορεί να οδηγήσει σε μια πιο ισχυρή τουριστική ανάπτυξη που σέβεται το περιβάλλον και υποστηρίζει τις τοπικές κοινωνίες. Το μοντέλο του βιώσιμου τουρισμού δεν εξετάζει μόνο την οικονομική πρόοδο, αλλά επεκτείνεται και στην κοινωνική δικαιοσύνη και την περιβαλλοντική προστασία. Αντί να μετράμε απλά τον αριθμό των τουριστών και την οικονομική ανάπτυξη, το κέντρο της συζήτησης μεταφέρεται στην ποιότητα της τουριστικής εμπειρίας και την ευημερία των τοπικών κοινοτήτων. Αυτό σημαίνει ότι η ανάπτυξη του τουρισμού δεν μπορεί να επιφέρει ανατροπές στους φυσικούς και κοινωνικούς πόρους της περιοχής, αλλά αντίθετα να συμβάλει στην αειφορία τους.
Η μεθοδολογία που υιοθετεί το Παρατηρητήριο επιτρέπει την παρακολούθηση όχι μόνο της άμεσης επίδρασης του τουρισμού, όπως οι τουριστικές δαπάνες ή η δημιουργία θέσεων εργασίας, αλλά και των μακροχρόνιων επιπτώσεων στην τοπική κοινωνία και το περιβάλλον. Η κατανάλωση φυσικών πόρων, όπως το νερό, και η παραγωγή αποβλήτων αποτελούν μείζονες ανησυχίες, ειδικά σε περιοχές με περιορισμένους πόρους, όπως τα μικρά νησιά του Αιγαίου. Η πρόκληση έγκειται στην ευαισθητοποίηση των τοπικών αρχών και των επιχειρηματιών για τη σημασία αυτής της ισχυρής σύνδεσης μεταξύ του τουρισμού και της βιωσιμότητας. Μόνο με την εφαρμογή στρατηγικών που προάγουν τη βιώσιμη ανάπτυξη, τα νησιά του Αιγαίου θα μπορέσουν να διατηρήσουν τον τουριστικό τους πλούτο χωρίς να θέτουν σε κίνδυνο τα φυσικά και κοινωνικά τους αποθέματα. Πώς μπορεί το Αιγαίο να αποτελέσει πρότυπο για άλλες περιοχές του κόσμου, όταν οι ανάγκες του είναι τόσο ποικίλες και διαφορετικές; Και πόσο η καλλιέργεια της τουριστικής συνείδησης από τους τοπικούς φορείς θα μπορούσε να ενισχύσει αυτή την προσπάθεια; Αυτά είναι τα ερωτήματα που θέτουν οι προκλήσεις για το μέλλον του τουρισμού στην περιοχή.
Με ορίζοντα το 2030+, το Παρατηρητήριο αναγνωρίζει τρία πιθανά σενάρια ανάπτυξης για τον τουρισμό στα νησιά του Αιγαίου. Το πρώτο σενάριο, “Business as usual”, προβλέπει τη συνέχιση της τουριστικής ανάπτυξης χωρίς σημαντικούς περιορισμούς, με έμφαση στη μεγέθυνση και τη δημιουργία νέων υποδομών. Ωστόσο, αυτή η προσέγγιση δεν λαμβάνει υπόψη τις περιβαλλοντικές και κοινωνικές συνέπειες που μπορεί να προκύψουν από τη συνεχιζόμενη επέκταση του τουρισμού. Το δεύτερο σενάριο, της αναμόρφωσης του τουρισμού, προτείνει την αύξηση του τουρισμού με συγκεκριμένους περιορισμούς στη χωροταξία, τη διαχείριση των πόρων και τη χρήση διαρθρωτικών παρεμβάσεων για να περιοριστεί η κατανάλωση φυσικών πόρων. Τέλος, το τρίτο σενάριο, της τροποποίησης της τουριστικής δραστηριότητας, εισάγει μια πιο φιλόδοξη προσέγγιση, αναγνωρίζοντας την ανάγκη για αλλαγή του αναπτυξιακού μοντέλου με στόχο τη μετάβαση σε έναν τουρισμό ευζωίας και ευεξίας, που συνδυάζει την απολαυστική εμπειρία των επισκεπτών -βασισμένη στη ταυτότητα των τόπων που επισκέπτονται- με την ευημερία των τοπικών κοινωνιών.
Ο κος Γιάννης Σπιλάνης, (Ομ. Καθηγητής Τμήμα Περιβάλλοντος – Πανεπιστήμιο Αιγαίου/Εργαστήριο Τοπικής και Νησιωτικής Ανάπτυξης/Παρατηρητήριο Βιώσιμου Τουρισμού) αναφέρεται τον καθοριστικό ρόλο των παρατηρητηρίων και των φορέων διαχείρισης προορισμών για την επίτευξη της βιώσιμης τουριστικής ανάπτυξης. Όπως τονίζει, η προστασία του περιβάλλοντος και η ενίσχυση των τοπικών κοινωνιών πρέπει να συνδυάζονται με στρατηγικές που ενσωματώνουν τη βιωσιμότητα στον τουρισμό. Στην Ελλάδα, η πίεση του υπερτουρισμού είναι έντονη, με τις δημοφιλείς περιοχές, κυρίως τα νησιά, να αντιμετωπίζουν σοβαρές δυσλειτουργίες στους φυσικούς πόρους και τις υποδομές. Η αυξανόμενη επισκεψιμότητα προκαλεί σοβαρές συνέπειες στην υδροδότηση, στη διαχείριση αποβλήτων και στις φυσικές πηγές, ενώ οι τοπικές κοινωνίες πλήττονται από την «τουριστική ένταση».
Η ανάγκη μέτρων για την αντιμετώπιση αυτών των επιπτώσεων είναι πλέον επιτακτική, με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Τουρισμού να καλεί τις χώρες να αναπτύξουν στρατηγικές για τη μείωση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων του τουρισμού και τη διαχείριση των τουριστικών ροών. Στην Ελλάδα, παρά την έλλειψη πλήρων μετρήσεων, είναι εμφανές ότι οι πιέσεις για τους φυσικούς πόρους και τη διαχείριση αποβλήτων είναι σοβαρές.
Ο κος Σπιλάνης υπογραμμίζει την ανάγκη για μια στρατηγική βιώσιμου τουρισμού που θα συνδυάζει την προστασία του περιβάλλοντος με την ανάπτυξη ποιοτικών τουριστικών εμπειριών. Στρατηγικοί στόχοι, όπως η ανάδειξη του φυσικού και πολιτιστικού πλούτου, η ενίσχυση της τοπικότητας και η προώθηση πράσινης και ψηφιακής επιχειρηματικότητας, μπορούν να συμβάλουν στη διαφοροποίηση του τουριστικού προϊόντος και στην αποσυμφόρηση των πιο πιεσμένων προορισμών. Η εφαρμογή αυτών των στρατηγικών απαιτεί συντονισμένες ενέργειες από την κεντρική κυβέρνηση, τις τοπικές αρχές, τις επιχειρήσεις και τις τοπικές κοινότητες. Μόνο με έναν ολοκληρωμένο και συνεργατικό τρόπο μπορεί να επιτευχθεί η βιώσιμη ανάπτυξη του τουρισμού και η διασφάλιση ενός ποιοτικού τουριστικού προϊόντος για τις επόμενες γενιές.
Συγκεκριμένα, ο κος Σπιλάνης δήλωσε: ‘Τα Παρατηρητήρια Τουρισμού συμβολίζουν μια νέα εποχή στον τουρισμό. Αποτελούν τη μετάβαση από την περίοδο όπου το μόνο ζητούμενο ήταν η τουριστική μεγέθυνση μέσα από την αύξηση της προσφοράς κλινών και τουριστικών ροών με τη βοήθεια των προγραμμάτων τουριστικής προβολής, στην περίοδο όπου διαπιστώνεται η ανάγκη για έλεγχο της προσφοράς και διαχείρισης των τουριστικών ροών, έτσι ώστε να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του τουρισμού μέσα στα όρια της φέρουσας ικανότητας των προορισμών.
Με βάση τον Παγκόσμιο Οργανισμό Τουρισμού (ΠΟΤ), ένας προορισμός για να είναι βιώσιμος χρειάζεται ένα σύστημα καταγραφής και αξιολόγησης των οικονομικών, κοινωνικο-πολιτιστικών και περιβαλλοντικών αποτελεσμάτων του τουρισμού, έτσι ώστε ο σχεδιασμός να γίνεται βάση στοιχείων. Επομένως το Παρατηρητήριο αποτελεί εκείνο το εργαλείο που συμβάλει στη τεκμηρίωση των εισηγήσεων για λήψη αποφάσεων στη δομή τουριστικής διακυβέρνησης που οφείλει να υπάρχει σε κάθε προορισμό είτε ως αυτόνομο νομικό πρόσωπο (Destination Management and Marketing Organisation), είτε ως τυπικό ή άτυπο όργανο (Περιφερειακό Συμβούλιο ή Δημοτική Επιτροπή Τουρισμού) στο οποίο εκπροσωπούνται όλοι οι φορείς (αυτοδιοίκηση, επιχειρηματίες, επαγγελματίες, ΜΚΟ).
Τα μέλη του Παγκόσμιου Δικτύου Παρατηρητηρίων Βιώσιμου Τουρισμού (INSTO) του Παγκόσμιου Οργανισμού Τουρισμού στελεχώνονται είτε από ακαδημαϊκούς των τοπικών ανώτατων ιδρυμάτων, είτε από εξειδικευμένους επιστήμονες. Συνεργάζονται συστηματικά κάτω από την ομπρέλα του ΠΟΤ για να βελτιώσουν τις μεθόδους και τα εργαλεία που χρησιμοποιούν ώστε να συλλέξουν τα στοιχεία εκείνα που είναι απαραίτητα για να υποστηρίξουν με το καλύτερο τρόπο τα τοπικά/περιφερειακά όργανα λήψης αποφάσεων.’
Η Γιώτα Μοσχοπουλίδου είναι πτυχιούχος Διοίκησης Τουριστικών Επιχειρήσεων και Απόφοιτη Μεταπτυχιακού ΔΠΜΣ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, με επιστημονική κατεύθυνση “Τουρισμός και Περιφερειακή Ανάπτυξη”.Δραστηριοποιείται ως Επιστημονική Σύμβουλος Τουριστικής Ανάπτυξης, με πολυετή εμπειρία στο φάσμα του τουριστικού γίγνεσθαι και εξειδίκευση στο Τουριστικό Μάρκετινγκ και την Περιφερειακή Ανάπτυξη.Ως επιστημονική συντάκτρια του TravelDailyNews αρθρογραφεί πάνω σε θέματα Ανάπτυξης/Βιωσιμότητας/Καινοτομίας- Τεχνολογίας/Εναλλακτικών Μορφών και Πολιτισμού. Είναι υπεύθυνη για τις βιβλιοπαρουσιάσεις του επιστημονικού κλάδου του τουρισμού.
Source: traveldailynews.gr