Η Πάρος πνίγεται όχι από τουρίστες, αλλά από την απουσία στρατηγικής, ρύθμισης και θεσμικής ισονομίας στον τουρισμό.
Η Πάρος, ένα από τα εμβληματικότερα νησιά του ελληνικού τουρισμού, δεν βιώνει κρίση επιτυχίας — αλλά κρίση ισορροπίας. Δεν ασφυκτιά από τον αριθμό των επισκεπτών, αλλά από την απουσία πλαισίου, τη στρεβλή ανάπτυξη και την αδυναμία του κράτους να διαχειριστεί το τουριστικό της δυναμικό με όρους μακροπρόθεσμου σχεδιασμού, βιωσιμότητας και δικαιοσύνης. Το πρόβλημα δεν είναι ο τουρισμός. Είναι η απορρύθμιση του.
Σύμφωνα με τα διαθέσιμα επικαιροποιημένα στοιχεία, το νησί διαθέτει 7.300 ξενοδοχειακές κλίνες, 16.000 σε ενοικιαζόμενα δωμάτια και – ούτε λίγο ούτε πολύ – τουλάχιστον 35.000 σε καταλύματα βραχυχρόνιας μίσθωσης. Δηλαδή, πέντε στις επτά διανυκτερεύσεις πραγματοποιούνται σε μονάδες εκτός του θεσμικού πλαισίου. Χωρίς άδεια, χωρίς εργαζόμενους, χωρίς φορολογική ή υγειονομική εποπτεία, χωρίς καμία υποχρέωση προς τον τόπο.
Την ίδια στιγμή, τα ξενοδοχεία – το 85% των οποίων είναι μικρές, οικογενειακές επιχειρήσεις κάτω των 80 κλινών – παλεύουν για την επιβίωσή τους μέσα σε ένα ασφυκτικό περιβάλλον. Ο ΦΠΑ, η ενεργειακή επιβάρυνση, το κόστος πρώτων υλών, η έλλειψη προσωπικού, η γραφειοκρατία και ο αποκλεισμός από χρηματοδοτικά εργαλεία, ειδικά για τις μονάδες 2 και 3 αστέρων, θέτουν σε κίνδυνο τη μεσομακροπρόθεσμη βιωσιμότητά τους.
Κι όμως, τη στιγμή που ο ξενοδόχος ελέγχεται για κάθε γραμμή τιμοκαταλόγου, οι πλατφόρμες βραχυχρόνιας μίσθωσης ανθούν ανεξέλεγκτα. Ολόκληρη η οικοδομική δραστηριότητα έχει μετατραπεί σε real estate για τουριστική εκμετάλλευση με πρόσχημα την “ιδιωτική χρήση”. Η πολεοδομία σηκώνει τα χέρια ψηλά και το τουριστικό αποτύπωμα μετατρέπεται σε οικιστικό χάος.
Η Πάρος κατηγορείται για “υπερτουρισμό”, ενώ στην πραγματικότητα βιώνει την απουσία στρατηγικής. Όταν 7.300 νόμιμες κλίνες κατηγορούνται για την κυκλοφοριακή συμφόρηση, αλλά δεν λέγεται λέξη για τις 35.000 ανεξέλεγκτες, τότε κάτι πάει στραβά — όχι μόνο στο νησί, αλλά στην ίδια τη δημόσια συζήτηση.
Η ΠΟΞ έχει επανειλημμένως επισημάνει πως η αυθαίρετη εξίσωση του επαγγελματικού τουρισμού με την άναρχη τουριστική αξιοποίηση ακινήτων είναι κοινωνικά άδικη, αναπτυξιακά αυτοκαταστροφική και ηθικά αδιέξοδη. Δεν μπορεί να υπάρχουν δύο μέτρα και δύο σταθμά. Δεν γίνεται ο ένας να πληρώνει, να προσλαμβάνει, να επενδύει, να ελέγχεται – και ο άλλος να αποκομίζει κέρδος χωρίς καμία υποχρέωση.
Το πρόβλημα επεκτείνεται και στις βασικές υποδομές. Η Πάρος δεν διαθέτει ούτε τις στοιχειώδεις προβλέψεις ενός οργανωμένου σχεδίου. Ο περιφερειακός δρόμος της Παροικιάς έχει μετατραπεί σε εμπορική αρτηρία, καθιστώντας τη μετακίνηση το καλοκαίρι αδύνατη. Το νέο αεροδρόμιο αναμένεται να πολλαπλασιάσει τις αφίξεις, αλλά κανείς δεν έχει μεριμνήσει για νέα χάραξη οδών ή δίκτυο μαζικής μεταφοράς. Το Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο του 2012 παραμένει στα χαρτιά.
Και όσο για τη διαχείριση απορριμμάτων; Στην εποχή που οι περισσότερες ευρωπαϊκές περιοχές επενδύουν σε εργοστάσια επεξεργασίας απορριμμάτων, εμείς ακόμη αναζητούμε “κύτταρο” ΧΥΤΑ, με τους κάδους να ξεχειλίζουν και τον επισκέπτη να περνάει δίπλα από ντροπιαστικές εικόνες αυτοσχέδιων χωματερών.
Ευτυχώς, υπάρχουν και φωτεινά παραδείγματα. Η ΔΕΥΑ Πάρου αποτελεί μια από τις λίγες υγιείς δημοτικές επιχειρήσεις στη χώρα. Με δικές της δυνάμεις έχει προχωρήσει σε γεωτρήσεις, έργα αφαλάτωσης και περιορισμό των απωλειών στο δίκτυο ύδρευσης. Όμως ακόμη εκκρεμεί η κρίσιμη αποχέτευση στη Νότια Πάρο, σε μια από τις πιο τουριστικά επιβαρυμένες περιοχές.
Θέλουμε μια Πάρο που να σέβεται τον επισκέπτη, τον κάτοικο και τον επιχειρηματία. Θέλουμε ρυθμιστικό πλαίσιο που να διασφαλίζει ίσους όρους ανταγωνισμού, ενίσχυση των ξενοδοχείων που λειτουργούν νόμιμα και επενδύουν με επαγγελματισμό, και – το κυριότερο – ένα στρατηγικό σχέδιο ανάπτυξης που θα δίνει προοπτική και όχι χάος.
Για εμάς, η Φιλοξενία δεν είναι απλώς οικονομική δραστηριότητα. Είναι συλλογική ευθύνη. Ο ξενοδόχος δεν είναι απλός επενδυτής – είναι μέλος της κοινότητας, φορέας τοπικής απασχόλησης, στυλοβάτης του τοπικού οικονομικού οικοσυστήματος.
Η Πάρος αξίζει ένα βιώσιμο αύριο. Και ο ελληνικός τουρισμός έχει χρέος να το υπερασπιστεί. Με σχέδιο. Με διαφάνεια. Με κανόνες. Με φιλοξενία που έχει ανθρώπινο πρόσωπο.
Η Μάνια Αμπατζή είναι Πρόεδρος της Ένωσης Ξενοδόχων Πάρου‑Αντιπάρου και ενεργό μέλος της ελληνικής ξενοδοχειακής κοινότητας. Με μακρά εμπειρία στον τουρισμό, εκπροσωπεί τον κλάδο σε κρίσιμες υποθέσεις, όπως η επαναφορά μειωμένου ΦΠΑ στα νησιά και η αντιμετώπιση των αυξήσεων κόστους λειτουργίας. Κατά την εικοσαετία, έχει συντονίσει συλλογικές προσπάθειες για βιώσιμη τουριστική ανάπτυξη, με έμφαση στην ποιότητα υπηρεσιών, την προστασία περιβάλλοντος και την τοπική ταυτότητα . Συνδυάζει την επιχειρηματική ευθυκρισία με κοινωνική ευθύνη, ενισχύοντας τη συνεργασία φορέων για την ανταγωνιστικότητα της Πάρου και Αντιπάρου.
Source: traveldailynews.gr