Η εξέλιξη των μουσείων σε δυναμικούς κόμβους πολιτισμού και τουρισμού με έμφαση στην αυθεντικότητα και την κοινωνική συμμετοχή.
Η μεταμόρφωση των μουσείων σε ζωντανούς χώρους όπου ο πολιτισμός λειτουργεί ως γέφυρα σύνδεσης και βιωματικής εμπλοκής αναδεικνύεται σήμερα ως ένας κρίσιμος άξονας για τη διαμόρφωση αυθεντικών και κοινωνικά ευαίσθητων τουριστικών εμπειριών. Σε μια εποχή όπου ο τουρισμός απομακρύνεται από την απλή μαζική κατανάλωση και στρέφεται προς εμπειρίες που αναζητούν ουσία και ταυτότητα, τα μουσεία καλούνται να αναλάβουν έναν πιο ενεργό ρόλο — όχι μόνο ως θεματοφύλακες της ιστορίας, αλλά ως ζωντανοί φορείς μιας ευρύτερης πολιτισμικής στρατηγικής. Μέσα από στενή συνεργασία με τις τοπικές κοινότητες, την προσεκτική αξιοποίηση της τεχνολογίας και την ενσωμάτωση της αφήγησης στον χώρο και το περιεχόμενο, τα μουσεία γίνονται σημεία συνάντησης του τοπικού με το παγκόσμιο, προσφέροντας εμπειρίες που υπερβαίνουν την παραδοσιακή μουσειακή επίσκεψη.
Το Διεθνές Συμπόσιο με τίτλο “Μουσεία και εμπειρία προορισμού: προκλήσεις & ευκαιρίες“, που πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 20 και 21 Ιουνίου 2025, εστίασε στον επαναπροσδιορισμό της μουσειακής ταυτότητας ως αναπόσπαστο στοιχείο του βιώσιμου τουριστικού σχεδιασμού. Εκεί, αναγνωρίστηκε η ανάγκη τα μουσεία να ξεπεράσουν τον παραδοσιακό, στατικό τους ρόλο και να λειτουργήσουν ως ζωντανοί, ευέλικτοι κόμβοι πολιτισμικής εμπειρίας και κοινωνικής συμμετοχής. Η βιωματική διάσταση, που παλιότερα θεωρούνταν επικουρική ή “μοντέρνα τάση”, πλέον αναδεικνύεται σε θεμελιώδη μεταστροφή στη σχέση πολιτισμού και τουρισμού. Η βιωσιμότητα των μουσείων εξαρτάται όλο και περισσότερο από την ικανότητά τους να ενσωματώνονται στον κοινωνικό ιστό, να συνεργάζονται στρατηγικά με φορείς της εκπαίδευσης, της τοπικής αυτοδιοίκησης, της τουριστικής αγοράς και των δημιουργικών βιομηχανιών, προσφέροντας πολιτιστικά προϊόντα που αντικατοπτρίζουν την δυναμική της τοπικής κοινωνίας.
Η σύγχρονη μουσειακή εμπειρία εστιάζει πλέον στην ενεργή συμμετοχή του επισκέπτη, ενισχύοντας τη συναισθηματική και γνωστική του σύνδεση με τον τόπο. Η αφήγηση στα μουσεία επεκτείνεται από το παρελθόν στο παρόν και το μέλλον, προσεγγίζοντας τον επισκέπτη μέσα από αισθητηριακά και βιωματικά κανάλια. Εντάσσοντας στοιχεία όπως η τοπική γαστρονομία, η καθημερινότητα των κατοίκων, οι φυσικές διαδρομές και οι άυλες πολιτιστικές εκφράσεις, τα μουσεία δημιουργούν ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο που δεν στοχεύει απλώς στην κατανόηση του πολιτισμού, αλλά στην αληθινή συνάντηση μαζί του.
Καθοριστικής σημασίας είναι η ενσωμάτωση της τεχνολογίας, όχι ως αυτοσκοπού, αλλά ως εργαλείου ενσυναίσθησης, αφήγησης και καθολικής προσβασιμότητας. Η επαυξημένη και εικονική πραγματικότητα, τα διαδραστικά εκθέματα, οι ψηφιακές εφαρμογές και τα συμμετοχικά μέσα επικοινωνίας, όταν εντάσσονται με νόημα στο μουσειακό αφήγημα, έχουν τη δύναμη να προσεγγίσουν ακόμη και εκείνους τους επισκέπτες που δεν ταυτίζονται άμεσα με το εκθεσιακό περιεχόμενο. Έτσι, η τεχνολογία λειτουργεί ως καταλύτης για τη διεύρυνση του κοινού, την ενίσχυση της προσβασιμότητας και την εμβάθυνση της εμπειρίας.
Η στρατηγική ένταξη των μουσείων στον τουριστικό σχεδιασμό ενός προορισμού προϋποθέτει συνέργειες, θεσμική συνεργασία και μία νέα αντίληψη για το μάρκετινγκ και την προβολή. Η πολιτιστική ταυτότητα δεν διαμορφώνεται μόνο μέσα από λογότυπα και ιστοσελίδες, αλλά απαιτεί αφηγηματική συνοχή, μακροπρόθεσμο σχεδιασμό και συμμετοχική αντίληψη του branding. Το storytelling αναδεικνύεται σε κεντρικό εργαλείο διαμόρφωσης ισχυρής εικόνας προορισμού, καθώς συνδέει ουσιαστικά τον τόπο με την εμπειρία του επισκέπτη. Η εμπειρία του πολιτισμού δεν θεωρείται πλέον δευτερεύουσα δραστηριότητα, αλλά κύρια αιτία ταξιδιού και ανακάλυψης.
Η Θεσσαλονίκη, με τη διαχρονική πολυπολιτισμικότητα και τη δυναμική πολιτιστική της φυσιογνωμία, αποτέλεσε το ιδανικό πλαίσιο για τη φιλοξενία αυτής της διεθνούς συνάντησης. Το Λαογραφικό και Εθνολογικό Μουσείο Μακεδονίας–Θράκης, ως κεντρικός διοργανωτής, ανέδειξε τον ρόλο των μουσείων ως καταλύτες στρατηγικών συνεργασιών και θεμελιωτές μιας βιώσιμης και ουσιαστικής τουριστικής ταυτότητας. Η ενίσχυση της πολιτιστικής φωνής των τοπικών κοινοτήτων, η ανάδειξη της μοναδικότητας έναντι της ομογενοποίησης και η σύνδεση με τις κοινωνικές ανάγκες αποτελούν πλέον προϋποθέσεις για τη μακροπρόθεσμη ενδυνάμωση των προορισμών.
Η τελευταία ενότητα του Συμποσίου, που διεξήχθη με τη μορφή στρογγυλής τράπεζας, αποτέλεσε πεδίο ουσιαστικού διαλόγου γύρω από τις σύγχρονες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν τα μουσεία — με έμφαση στη βιωσιμότητα, την επισκεψιμότητα και την ενσυναίσθηση. Παρουσιάστηκαν εργαλεία και βέλτιστες πρακτικές που ενισχύουν τις διαχειριστικές και επικοινωνιακές δυνατότητες των πολιτιστικών οργανισμών, επιτρέποντάς τους να λειτουργούν ως χώροι συμμετοχικής αφήγησης και κοινωνικής ένταξης. Κεντρικά σημεία της συζήτησης αποτέλεσαν η χαρτογράφηση της ροής των επισκεπτών για τη βελτιστοποίηση της εμπειρίας, η αξιοποίηση της τεχνολογίας με σεβασμό στο περιεχόμενο και η σημασία ενός συνεκτικού πολιτιστικού brand.
Συγκεκριμένα παραδείγματα από τη Σερβία, την Αυστρία και την Ελλάδα ανέδειξαν πώς οι πολιτιστικοί φορείς μπορούν να γεφυρώσουν το χάσμα ανάμεσα στο περιεχόμενο και το κοινό. Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στην ανάγκη στρατηγικού σχεδιασμού που να υπερβαίνει τη γραφιστική προσέγγιση και να χτίζει πολιτιστική αυθεντικότητα μέσα από μακροχρόνιες συνέργειες. Η παρουσία όλων των εμπλεκόμενων — πολιτισμού, τουρισμού, μάρκετινγκ και εκπαίδευσης — κρίθηκε όχι μόνο επιθυμητή, αλλά και αναγκαία.
Ο Δρ. Αντώνιος Γιαννόπουλος, επίκουρος καθηγητής Μάρκετινγκ Υπηρεσιών, Φιλοξενίας και Προορισμών στο Διεθνές Πανεπιστήμιο της Ελλάδος και διδάκτωρ Μάρκετινγκ και Επικοινωνίας του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, τόνισε τη σημασία του πολιτισμού ως εργαλείου πολιτιστικής διπλωματίας και στρατηγικού πόρου για την τουριστική προβολή. Πιο συγκεκριμένα, δήλωσε: “Οι ανακατατάξεις στο διεθνές γεωπολιτικό περιβάλλον απαιτούν διαρκή εγρήγορση, ενώ ο ρόλος της διπλωματίας οφείλει να ενισχύεται με όχημα τον πολιτισμό. Όταν, σε παγκόσμιο επίπεδο, η ήπια ισχύς αναγνωρίζεται ως καταλυτικός μηχανισμός διαμόρφωσης σχέσεων και επιρροής μέσω της πολιτιστικής διπλωματίας, τότε καθίσταται σαφής η σημασία ενός Διεθνούς Συμποσίου όπως το παρόν. Η ενίσχυση αυτής της ήπιας ισχύος υλοποιείται μέσα από θεσμικούς πυλώνες όπως το ΛΕΜΜ-Θ, τη σταθερή παρουσία του Ινστιτούτου Γκαίτε στη Θεσσαλονίκη και τη συνεισφορά του Τμήματος Διοίκησης Οργανισμών, Μάρκετινγκ & Τουρισμού, που συλλογικά προσδίδουν υπεραξία στο πολιτιστικό κεφάλαιο της πόλης.
Τα τελευταία χρόνια αναγνωρίσαμε την αξία των προϊόντων και υπηρεσιών που φέρουν τη σφραγίδα ‘Made in Greece’. Ωστόσο, αυτή η συζήτηση δεν έχει μεταφερθεί επαρκώς στον πολιτισμό και τα μουσεία της χώρας, εκεί όπου το ρήμα “made” αποκτά βαθύτερη σημασία — για έναν τόπο που αποτελεί το λίκνο του πολιτισμού. Το ‘Made in Greece’ δεν μπορεί να περιορίζεται στην έννοια της ήπιας ισχύος, όταν αναφερόμαστε στον Πολιτισμό ως διεθνή καταλύτη αναγνώρισης, προβολής και επιρροής. Με τον προσανατολισμό στη διεθνή αγορά επισκεπτών και τη φιλοσοφία του μάρκετινγκ στον πολιτισμό, δώσαμε το στίγμα ώστε το μουσειακό παρόν, που αρέσκεται να κοιτάζει προς το μέλλον, να βρει τον προορισμό του — τον ‘προορισμό’ που του αξίζει σε κάθε πόλη, νησί και χώρα, σε κάθε τόπο. Από την Ελλάδα στον κόσμο!”
Ο Δρ. Φώτης Κιλιπίρης, πρόεδρος ΔΣ ΛΕΜΜ-Θ και Κοσμήτορας Σχολής Οικονομίας & Διοίκησης, τόνισε: “Η ολοκλήρωση του Συμποσίου σηματοδοτεί έναν σημαντικό σταθμό στον θεσμικό διάλογο μεταξύ πολιτισμού, τουρισμού και εκπαίδευσης. Μέσα από τις δημιουργικές ανταλλαγές απόψεων, τις επιστημονικές παρουσιάσεις και τη συμμετοχή φορέων από διαφορετικούς κλάδους, καταφέραμε να αναδείξουμε τη βαθιά διασύνδεση αυτών των τομέων και τη δυναμική τους στη σύγχρονη κοινωνία. Ο πολιτισμός, ως ζωντανός φορέας ταυτότητας και ιστορικής συνέχειας, μπορεί να λειτουργήσει ως γέφυρα ανάμεσα στον τουρισμό και την εκπαίδευση, συμβάλλοντας στην ποιοτική αναβάθμιση και των δύο. Η θεσμοθέτηση τέτοιων πρωτοβουλιών δημιουργεί το απαραίτητο πλαίσιο για διαρκή συνεργασία, καινοτομία και βιώσιμη ανάπτυξη.
Σημαντικό είναι επίσης ότι όλο και μεγαλύτερα τμήματα της αγοράς των τουριστών-επισκεπτών αξιολογούν την επίσκεψη σε ένα μουσείο ως καθοριστικό στοιχείο της συνολικής τουριστικής εμπειρίας στον προορισμό. Επιπλέον, το σύγχρονο μουσείο, από θεματοφύλακας της γνώσης, πρέπει να προσανατολιστεί σε “διευκολυντή” της γνώσης — κάτι που σήμερα υποβοηθείται καθοριστικά από την τεχνολογία και το σύγχρονο μάρκετινγκ.”
Η συζήτηση έκλεισε με ευρεία συναίνεση για την ανάγκη περαιτέρω δράσης, θεσμικής ενίσχυσης και συστηματικής συνεργασίας ανάμεσα στους τομείς του πολιτισμού, του τουρισμού και του branding, λαμβάνοντας υπόψη τις εμπειρίες των baby boomers και στοχεύοντας στρατηγικά στη νεότερη γενιά. Η Θεσσαλονίκη, ως μελέτη περίπτωσης, ανέδειξε την αξία μιας ολιστικής προσέγγισης στην προβολή του πολιτιστικού αποθέματος, με τα μουσεία να παίζουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Η ενδυνάμωση του ρόλου των μουσείων στην τουριστική εμπειρία δεν αποτελεί πλέον επιθυμητή εξέλιξη, αλλά αναγκαιότητα για τη βιωσιμότητα και την ταυτότητα των προορισμών του 21ου αιώνα.
Η Γιώτα Μοσχοπουλίδου είναι πτυχιούχος Διοίκησης Τουριστικών Επιχειρήσεων και Απόφοιτη Μεταπτυχιακού ΔΠΜΣ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, με επιστημονική κατεύθυνση “Τουρισμός και Περιφερειακή Ανάπτυξη”.Δραστηριοποιείται ως Επιστημονική Σύμβουλος Τουριστικής Ανάπτυξης, με πολυετή εμπειρία στο φάσμα του τουριστικού γίγνεσθαι και εξειδίκευση στο Τουριστικό Μάρκετινγκ και την Περιφερειακή Ανάπτυξη.Ως επιστημονική συντάκτρια του TravelDailyNews αρθρογραφεί πάνω σε θέματα Ανάπτυξης/Βιωσιμότητας/Καινοτομίας- Τεχνολογίας/Εναλλακτικών Μορφών και Πολιτισμού. Είναι υπεύθυνη για τις βιβλιοπαρουσιάσεις του επιστημονικού κλάδου του τουρισμού.
Source: traveldailynews.gr