Η γεωγραφική απομόνωση και οι διαρθρωτικές προκλήσεις στην ελληνική νησιωτικότητα απαιτούν νέα στρατηγική βιώσιμης ανάπτυξης και συνοχής.
Η νησιωτικότητα στην Ελλάδα διαμορφώνει ιδιαίτερες γεωγραφικές και κοινωνικοοικονομικές συνθήκες, με την απομόνωση να αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις, ιδίως για τα μικρότερα νησιά. Παρά την πρόοδο στις σύγχρονες τεχνολογίες, η ανάγκη για αυξημένη αυτονομία παραμένει επιτακτική, καθώς η γεωγραφική ασυνέχεια με την ηπειρωτική χώρα εντείνει τις δυσκολίες πρόσβασης σε βασικές υπηρεσίες και τροφοδοσίας με βασικά αγαθά. Η απουσία επαρκών υποδομών και υπηρεσιών, όπως εκπαίδευσης και κατάρτισης, υγείας, λιμανιών και συστημάτων διαχείρισης απορριμμάτων, περιορίζει τις δυνατότητες βιώσιμης ανάπτυξης και υποβαθμίζει την καθημερινότητα των κατοίκων. Η εξυπηρέτηση μέσω γειτονικών νησιών δεν είναι εφικτή, ενώ η απουσία τοπικών λύσεων αποθαρρύνει την εγκατάσταση νέων κατοίκων και επενδύσεων.
Οι ιστορικές διαδρομές των νησιών διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο στη σημερινή τους εικόνα. Από το 1950 έως το 1980, η έλλειψη επαγγελματικών και οικονομικών ευκαιριών οδήγησε σε σημαντική μετανάστευση προς την ηπειρωτική Ελλάδα ή το εξωτερικό. Η κατάσταση άρχισε να μεταβάλλεται από τη δεκαετία του 1990, όταν η Ελλάδα άρχισε να υποδέχεται τουρίστες, γεγονός που δημιούργησε νέες δυναμικές (εισροές μεταναστών) αλλά και νέες ανάγκες στα νησιά. Η οικονομική κρίση του 2008 επιδείνωσε τις ήδη εύθραυστες τοπικές οικονομίες, εντείνοντας την πληθυσμιακή συρρίκνωση και περιορίζοντας τις προοπτικές ανάπτυξης. Η βελτίωση στις μεταφορές και τις επικοινωνίες έχει συμβάλει στην ενίσχυση της διασύνδεσης, ωστόσο οι γεωγραφικοί περιορισμοί εξακολουθούν να απαιτούν ενίσχυση της τοπικής αυτοδυναμίας. Τα νησιά παραμένουν εξαρτημένα από τις δικές τους υποδομές – λιμάνια, δίκτυα μεταφορών, εγκαταστάσεις
διαχείρισης απορριμμάτων και νερού – καθιστώντας αναγκαία τη διατήρηση βασικών υπηρεσιών σε τοπικό επίπεδο. Η περιορισμένη συνεργασία μεταξύ νησιών, ακόμη και σε κοινά πεδία όπως η ενέργεια και οι τηλεπικοινωνίες, αποδυναμώνει τις προοπτικές περιφερειακής συνοχής με ανάλογο τρόπο με την ηπειρωτική χώρα.
Η πρόσβαση σε υπηρεσίες υψηλότερου επιπέδου όπως στην υγεία και στην εκπαίδευση παραμένει δυσχερής, αναγκάζοντας πολλούς κατοίκους σε συχνές μετακινήσεις. Το υψηλό κόστος μεταφορών και ζωής αποτελεί καθημερινό βάρος, καθώς οι μικρές αγορές και η ανάγκη μεταφοράς αγαθών αυξάνουν τις τιμές. Η επιχειρηματικότητα συχνά περιορίζεται από την έλλειψη ανθρώπινου δυναμικού και το αυξημένο λειτουργικό κόστος. Πολλές μικρές επιχειρήσεις εγκαταλείπουν την προσπάθεια ή μεταφέρονται αλλού, στερώντας από τα νησιά τη δυνατότητα εκσυγχρονισμού και διαφοροποίησης της οικονομίας τους. Αν και μέτρα όπως το Μεταφορικό Ισοδύναμο και η μείωση του ΦΠΑ προσφέρουν ανακούφιση, δεν αρκούν για την αντιστροφή των τάσεων. Σε αυτό το πλαίσιο, η τοπική αυτοδιοίκηση οφείλει να αναλαμβάνει συχνά πρωτοβουλίες σε κρίσιμους τομείς, ακόμη και πέραν των θεσμοθετημένων αρμοδιοτήτων της. Ενέργειες στους τομείς των μεταφορών, της ενέργειας, της υγείας και της περιβαλλοντικής προστασίας αποδεικνύονται καθοριστικές, ωστόσο η επιτυχής εφαρμογή τους προϋποθέτει ικανό ανθρώπινο δυναμικό, τεχνογνωσία και πρόσβαση σε χρηματοδοτικά εργαλεία. Η συνεργασία με αναπτυξιακούς φορείς μπορεί να προσφέρει σημαντική ενίσχυση, αλλά το ισχύον διοικητικό και θεσμικό πλαίσιο εφαρμόζεται με οριζόντιο τρόπο, αγνοώντας τις ποιοτικές διαφορές ανάμεσα σε ηπειρωτική χώρα και νησιά, μεγάλα και μικρά. Έτσι, επιβάλλονται κοινές απαιτήσεις σε διοικητικές και
παραγωγικές μονάδες με εντελώς άνισες δυνατότητες.
Η μονομερής εξάρτηση από το “ήλιος και θάλασσα” οδηγεί σε περιορισμένη ανθεκτικότητα των οικονομιών
Ο ρόλος των νησιωτικών δήμων δεν εξαντλείται στη διαχείριση της καθημερινότητας. Αντιθέτως, οι δήμοι οφείλουν να λειτουργούν ως πυλώνες ανάπτυξης, ενισχύοντας την κοινωνική συνοχή, την καινοτομία και την αξιοποίηση των τοπικών πόρων. Για να το πετύχουν αυτό, χρειάζονται στοχευμένη στήριξη – σε επίπεδο ανθρώπινου δυναμικού, θεσμικής ευελιξίας και χρηματοδότησης – και, κυρίως, ουσιαστική ενσωμάτωση των νησιωτικών συνθηκών στον σχεδιασμό των δημόσιων πολιτικών. Η ελκυστικότητα κάθε νησιού ως τόπου εγκατάστασης ανθρώπων και οικονομικής δραστηριότητας εξαρτάται από το πώς αξιοποιείται το σύνολο του φυσικού, ανθρώπινου και τεχνητού του κεφαλαίου. Οι δυνατότητες ανάπτυξης δεν είναι απόλυτες, αλλά σχετικές με τη γεωγραφική θέση, τη μορφολογία και την ιστορική του διαδρομή. Η τουριστική ανάπτυξη συνέβαλε σημαντικά στην αναστροφή της μεταπολεμικής πληθυσμιακής και οικονομικής συρρίκνωσης,
αξιοποιώντας το φυσικό και πολιτιστικό απόθεμα ως μοχλό τοπικής ανάπτυξης. Ωστόσο, η μονομερής εξάρτηση από τον τουρισμό “ήλιος και θάλασσα” έχει οδηγήσει σε έντονη εποχικότητα και περιορισμένη ανθεκτικότητα των οικονομιών. Η ανάγκη διαφοροποίησης των παραγωγικών δραστηριοτήτων είναι πλέον επιτακτική. Η ανάπτυξη πρέπει να βασίζεται σε μια στρατηγική που αξιοποιεί τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε νησιού, προωθεί καινοτόμες και βιώσιμες μορφές οικονομικής δραστηριότητας και ενισχύει τις τοπικές υποδομές. Στόχος δεν είναι η εξομοίωση με τα αστικά κέντρα, αλλά η ανάδειξη της μοναδικότητας κάθε περιοχής.
Ο κ. Ιωάννης Σπιλάνης, ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αιγαίου και διευθυντής του Παρατηρητηρίου Βιώσιμου Τουρισμού Αιγαίου, επισημαίνει ότι, ενώ ο τουρισμός συνέβαλε καθοριστικά στην αναχαίτιση της εγκατάλειψης των νησιών, η χωρίς όρια τουριστική πίεση επιβαρύνει τους φυσικούς πόρους, τις υποδομές και περιορίζει τη δυναμική των τοπικών οικονομιών, καθιστώντας τις ευάλωτες στις διακυμάνσεις της διεθνούς ζήτησης. Η τουριστική ανάπτυξη των προηγούμενων δεκαετιών ανέκοψε τη μεταπολεμική τάση συρρίκνωσης, η οποία είχε προκληθεί από την εγκατάλειψη μη ανταγωνιστικών παραδοσιακών δραστηριοτήτων και τη μαζική μετανάστευση, καθώς κατέρρευσαν οι παλιές πρακτικές τοπικής αυτάρκειας.
Ωστόσο, η συνεχής και συχνά ανεξέλεγκτη τουριστική μεγέθυνση έχει οδηγήσει στην υπερκατανάλωση του φυσικού και πολιτιστικού κεφαλαίου των νησιών, φέρνοντας στο προσκήνιο σοβαρά ζητήματα βιωσιμότητας, ιδίως σε συνθήκες επιδεινούμενης κλιματικής αλλαγής.
Ο κ. Σπιλάνης τονίζει ότι η μονοκαλλιέργεια του μαζικού τουρισμού – βασισμένη στο πρότυπο “ήλιος και θάλασσα” – παγιδεύει τις τοπικές οικονομίες σε έναν φαύλο κύκλο χαμηλής προστιθέμενης αξίας, εποχικότητας και εξωτερικής εξάρτησης. Πρόκειται για ένα μοντέλο που χρησιμοποιεί / καταναλώνει τον πολιτισμό, το τοπίο και το περιβάλλον των νησιών απλώς ως σκηνικό, με κύρια απασχόληση ανειδίκευτου
προσωπικού και χαμηλά ποσοστά κερδοφορίας. Ανταγωνίζεται χώρες με φθηνότερο κόστος και πιο “εξωτικό” χαρακτήρα και συχνά επιβιώνει μέσω της μεταφοράς λειτουργικού κόστους των επιχειρήσεων στην κοινωνία: πίεση στους εργαζόμενους, κατάληψη δημόσιων χώρων, φοροδιαφυγή και υποβάθμιση των υποδομών / υπηρεσιών.
Η απάντηση, σύμφωνα με τον κ. Σπιλάνη, δε βρίσκεται στην αύξηση των επισκεπτών, αλλά στη ριζική ποιοτική αναβάθμιση του τουριστικού προϊόντος και συνολικά του μοντέλου ανάπτυξης των νησιών. Προτείνει ένα νέο πλαίσιο που στηρίζεται σε τρεις στρατηγικούς πυλώνες:
- Ανάπτυξη προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής προστιθέμενης αξίας, βασισμένων στο φυσικό, πολιτιστικό και παραγωγικό απόθεμα των νησιών, με αξιοποίηση καταρτισμένου ανθρώπινου δυναμικού και ενίσχυση της τοπικής γνώσης.
- Βιώσιμη διαχείριση των φυσικών πόρων, με τεχνολογίες και πρακτικές που περιορίζουν την κατανάλωση και προστατεύουν το εύθραυστο οικοσύστημα – νερό, έδαφος, βλάστηση, τοπίο.
- Ενίσχυση των βασικών δημόσιων υπηρεσιών – υγείας, παιδείας, μεταφορών, ενέργειας και κοινωνικής πρόνοιας – ώστε οι κάτοικοι των νησιών να έχουν ισότιμη πρόσβαση σε παροχές αντίστοιχες με αυτές της ηπειρωτικής χώρας.
Ο κ. Σπιλάνης επισημαίνει ότι, ειδικά στον τουρισμό, είναι αναγκαία η μετάβαση σε θεματικές μορφές που εστιάζουν στην ευεξία των επισκεπτών με τη γαστρονομία, τον πολιτισμό και το φυσικό περιβάλλον στο κέντρο της εμπειρίας. Ένας τέτοιος προσανατολισμός προσφέρει αυθεντικές εμπειρίες στους επισκέπτες, επεκτείνει την τουριστική περίοδο και δημιουργεί προστιθέμενη αξία που διαχέεται στην τοπική κοινωνία. Δεν πρόκειται απλώς για ένα νέο προϊόν, αλλά για μια διαφορετική φιλοσοφία ανάπτυξης, η οποία απαιτεί μακροπρόθεσμο σχεδιασμό, συμμετοχική διακυβέρνηση και επίκεντρο την ποιότητα ζωής των κατοίκων.
Όπως τονίζει ο κ. Σπιλάνης, η τουριστική ανάπτυξη δεν είναι από μόνη της “ούτε ευλογία ούτε κατάρα”. Το αποτέλεσμά της εξαρτάται από το πώς σχεδιάζεται, ποιον εξυπηρετεί και αν λαμβάνει υπόψη τις πραγματικές ανάγκες και δυνατότητες της τοπικής κοινωνίας. “Τα νησιά δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται ως τουριστικά προϊόντα προς κατανάλωση, αλλά ως τόποι ζωής που οφείλουν να παραμένουν βιώσιμοι – τόσο για τους κατοίκους όσο και για τους επισκέπτες”.
Η έντονη τουριστική εποχικότητα δημιουργεί μια συνεχή ανισορροπία
Η έντονη τουριστική εποχικότητα δημιουργεί όλο και μεγαλύτερη δυσαρέσκεια στους μόνιμους κατοίκους των νησιών, καθώς βιώνουν μια συνεχή ανισορροπία. Τους καλοκαιρινούς μήνες, ο δημόσιος χώρος, οι υποδομές και οι υπηρεσίες καταλαμβάνονται πλήρως από τις ανάγκες του τουρισμού, περιορίζοντας σημαντικά την ποιότητα ζωής των κατοίκων. “Το νησί λειτουργεί αποκλειστικά για τον επισκέπτη. Αντίθετα, το υπόλοιπο διάστημα του χρόνου επικρατεί στασιμότητα: οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική ζωή ‘παγώνουν’, με αποτέλεσμα η καθημερινότητα να μοιάζει με περίοδο εγκατάλειψης. Οι άνθρωποι που δραστηριοποιούνται άμεσα στον τουριστικό τομέα –κυρίως μικροεπιχειρηματίες και εργαζόμενοι – αντιμετωπίζουν εξαντλητικές συνθήκες εργασίας κατά την τουριστική σεζόν. Το ωράριο είναι αδιάκοπο, η πίεση μεγάλη και οι απολαβές συχνά αβέβαιες. Όπως λέγεται χαρακτηριστικά, ‘ένας μήνας είναι, θα περάσει’. Ωστόσο, αυτή η ‘υπομονή’ δε συνοδεύεται πάντοτε από τα εισοδήματα των προηγούμενων ετών. Τον χειμώνα, κάποιοι που τα κατάφεραν,φεύγουν για να ξεκουραστούν, άλλοι αγωνίζονται να επιβιώσουν, και οι περισσότεροι εστιάζουν στην προετοιμασία της επόμενης σεζόν, στερούμενοι κάθε φυσιολογική κοινωνική ή πολιτιστική δραστηριότητα”.
Την ήδη δύσκολη αυτή πραγματικότητα επιβαρύνει η συστηματική υστέρηση σε δημόσιες υποδομές και υπηρεσίες, όπως η υγεία, η κατοικία και οι κοινωνικές παροχές, που είτε υπολειτουργούν είτε έχουν εγκαταλειφθεί στην τύχη τους. Παράλληλα, κρίσιμες υπηρεσίες – στις μεταφορές, την ενέργεια και τις επικοινωνίες – ελέγχονται από ιδιωτικά σχήματα με μονοπωλιακά ή ολιγοπωλιακά χαρακτηριστικά. Αυτό οδηγεί σε διαρκώς αυξανόμενο κόστος διαβίωσης για τους κατοίκους και περιορίζει τη βιωσιμότητα των μικρών τοπικών επιχειρήσεων.
Όλες αυτές οι συνθήκες αποθαρρύνουν την εγκατάσταση – ή και την παραμονή – ανθρώπινου δυναμικού, ιδιαίτερα νέων και ειδικευμένων εργαζομένων, αφού οι ευκαιρίες απασχόλησης εκτός του στενού τουριστικού πλαισίου είναι περιορισμένες. Καθίσταται έτσι σαφές, όπως υπογραμμίζει ο κ. Σπιλάνης, ότι απαιτείται μια ουσιαστική, συνεκτική και ολοκληρωμένη νησιωτική πολιτική: “Μια πολιτική που θα βασίζεται στις αρχές της ισότητας, της βιωσιμότητας και της κοινωνικής συνοχής, με στόχο να στηρίξει τον μόνιμο πληθυσμό και να
διαμορφώσει συνθήκες πραγματικής, πολυδιάστατης ανάπτυξης στις νησιωτικές περιοχές”.
Η Γιώτα Μοσχοπουλίδου είναι πτυχιούχος Διοίκησης Τουριστικών Επιχειρήσεων και Απόφοιτη Μεταπτυχιακού ΔΠΜΣ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, με επιστημονική κατεύθυνση “Τουρισμός και Περιφερειακή Ανάπτυξη”.Δραστηριοποιείται ως Επιστημονική Σύμβουλος Τουριστικής Ανάπτυξης, με πολυετή εμπειρία στο φάσμα του τουριστικού γίγνεσθαι και εξειδίκευση στο Τουριστικό Μάρκετινγκ και την Περιφερειακή Ανάπτυξη.Ως επιστημονική συντάκτρια του TravelDailyNews αρθρογραφεί πάνω σε θέματα Ανάπτυξης/Βιωσιμότητας/Καινοτομίας- Τεχνολογίας/Εναλλακτικών Μορφών και Πολιτισμού. Είναι υπεύθυνη για τις βιβλιοπαρουσιάσεις του επιστημονικού κλάδου του τουρισμού.
Source: traveldailynews.gr