Η Ελλάδα παραμένει δημοφιλής τουριστικός προορισμός, αλλά πρέπει να διαφυλάξει το value for money για να διατηρήσει ανταγωνιστικότητα.
Ο τουρισμός αποτελεί τον βασικότερο πυλώνα της ελληνικής οικονομίας. Παρά τις παγκόσμιες δυσκολίες και την αβεβαιότητα που επικρατεί τα τελευταία χρόνια, τα τουριστικά νούμερα δείχνουν ανθεκτικότητα και ανοδική τάση. Ειδικά από την Ευρώπη, παρατηρείται μια σταθερή αύξηση της τουριστικής ροής προς τη χώρα μας. Ωστόσο, πίσω από αυτή την επιφανειακή αισιοδοξία, κρύβεται μια σοβαρή πρόκληση: η διατήρηση της ισορροπίας ανάμεσα στην τιμή και την ποιότητα.
Η αλήθεια είναι πως ακόμα και στις πιο ισχυρές χώρες της κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης, η οικονομική πίεση στην τσέπη του μέσου πολίτη είναι έντονη. Ο Ευρωπαίος τουρίστας έχει μάθει να αξιολογεί τι αγοράζει, να συγκρίνει προορισμούς και να επιλέγει αυτόν που του προσφέρει την καλύτερη εμπειρία με το χαμηλότερο δυνατό κόστος. Γι’ αυτό και το «value for money» δεν είναι απλώς ένας όρος του marketing, είναι πλέον ανάγκη. Όποιος επαγγελματίας του τουρισμού δεν το αντιλαμβάνεται αυτό, αργά ή γρήγορα θα βρεθεί αντιμέτωπος με τις συνέπειες.
Ο “φτηνός” τουρίστας δεν είναι εχθρός – Είναι η βάση της οικονομίας μας
Δυστυχώς, στην Ελλάδα ακούγονται συχνά φωνές που υποτιμούν τον τουρίστα που δεν ξοδεύει πολλά. “Τι να τον κάνουμε τον φτηνό τουρίστα;”, “δεν μας ενδιαφέρουν τα νούμερα αν δεν αφήνουν λεφτά», ή ακόμα χειρότερα, “να έρθει λιγότερος αλλά καλύτερος κόσμος”. Αυτές οι απόψεις είναι ατυχείς και επικίνδυνες. Η τοπική οικονομία σε κάθε τουριστική περιοχή, από την Κρήτη μέχρι τα Δωδεκάνησα και από τις Κυκλάδες έως την Ήπειρο, με τις εκατοντάδες “All inclusive” μονάδες που έχουν κτιστεί τα τελευταία χρόνια, εξαρτάται από τη μαζική τουριστική ροή. Από τον ξενοδόχο και τον σερβιτόρο μέχρι τον ταξιτζή, τον φούρναρη, τον τεχνικό και τον υπάλληλο του Δήμου.
Όπως λέει και το σοφό ρητό: “Ακόμα και η σκόνη του τουρίστα έχει αξία”. Όμως δεν μπορεί να αυξάνονται οι τιμές όταν το προϊόν παραμένει στάσιμο. Δεν μπορείς να απαιτείς από τον επισκέπτη να πληρώσει 25 ευρώ για μια απλή μακαρονάδα, 15 ευρώ για μία χωριάτικη σαλάτα ή 5 ευρώ και 6 ευρώ για έναν καφέ, χωρίς να του προσφέρεις κάτι ουσιαστικά καλύτερο από πέρυσι. Ο τουρίστας του 2025 είναι ενημερωμένος, έχει ταξιδέψει, συγκρίνει και ξέρει να ξεχωρίζει την ποιότητα από την υπερτιμημένη μετριότητα.
Δεν είναι όλη η Ελλάδα Μύκονος – και αυτό είναι πλεονέκτημα
Η χώρα μας δεν χρειάζεται να αντιγράψει τη λογική της Μυκόνου ή της Σαντορίνης. Ούτε να ανταγωνιστεί το Ντουμπάι και το Μονακό. Η δύναμή της είναι αλλού:
Στην αυθεντικότητα, στη φιλοξενία, στο καλό φαγητό, στη φυσική ομορφιά, στην ασφάλεια, στην καθαριότητα και στις προσιτές τιμές. Αυτό είναι το πραγματικό τουριστικό μας brand.
Αν θέλουμε να ανεβάσουμε τις τιμές, πρώτα πρέπει να ανεβάσουμε την αξία του προϊόντος. Καλύτερα υλικά, καλύτερη εξυπηρέτηση, πιο όμορφοι χώροι, φιλοξενία, επαγγελματισμός, ειλικρίνεια και συνέπεια. Εκεί βρίσκεται η λύση όχι στο ράφι με τις τιμές.
Προσοχή στις ξενοδοχειακές τιμές
Είναι αλήθεια ότι τα κόστη λειτουργίας ανεβαίνουν συνεχώς. Ενέργεια, πρώτες ύλες, μισθοδοσία, φορολογία, όλα πιέζουν αφόρητα τις τουριστικές επιχειρήσεις. Ακόμα και το “αντιτουριστικό” Τέλος Ανθεκτικότητας, που επιβαρύνει τον πελάτη και εισπράττεται από τον ξενοδόχο χωρίς κανένα αντιστάθμισμα, αποτελεί σοβαρό εμπόδιο.
Ωστόσο, η λύση δεν είναι να μετακυλήσουμε όλο αυτό τα κόστη στον επισκέπτη. Όταν ο τουρίστας βλέπει ότι πληρώνει κάθε χρόνο 10% ή 15% παραπάνω για την ίδια εμπειρία, εύλογα θα δυσανασχετήσει. Και το χειρότερο: η δυσφήμιση δεν αργεί να έρθει. Μια λογική αύξηση ανάλογη με τον επίσημο πληθωρισμό είναι η ανώτερη που πρέπει να ζητάμε τα επόμενα χρόνια.
Ο κίνδυνος των Social Media
Ένα βίντεο στο TikTok με τίτλο “Πανάκριβα τα ξενοδοχεία στην Ελλάδα”, ένα story στο Instagram που γράφει “Απαράδεκτες τιμές στο τάδε beach bar’, αρκούν για να αλλάξουν την εικόνα της χώρας. Και τότε το “value for money” χάθηκε. Το πάθαμε σε επιμέρους περιοχές, το πάθαμε σε κοσμοπολίτικα νησιά, δεν πρέπει να το πάθουμε πανελλαδικά.
Η Ελλάδα πρέπει να παραμείνει ανταγωνιστική
Η Ελλάδα ήταν πάντα προορισμός προσιτός. Προορισμός “καλής σχέσης ποιότητας-τιμής”. Αν αυτό το χάσουμε, θα χάσουμε και την τουριστική μας βάση. Αντί να αυξήσουμε τις τιμές χωρίς λόγο, ας επενδύσουμε στην ποιότητα και την εμπειρία. Ο πελάτης δεν είναι ανόητος, και η κακή φήμη διαδίδεται γρήγορα.
Ας διατηρήσουμε την καλή μας φήμη
Η Ελλάδα είναι μία από τις ναυαρχίδες του παγκόσμιου τουρισμού. Ένας προορισμός με ιστορία, πολιτισμό, φιλοξενία, γαστρονομία και μοναδική φυσική ομορφιά. Ας την κρατήσουμε έτσι. Όχι μόνο για να διατηρήσουμε τα τουριστικά μας έσοδα, αλλά γιατί οφείλουμε στις επόμενες γενιές μια χώρα που τιμά και εξελίσσει αυτό που με κόπο έχτισε: την αξία της στον παγκόσμιο τουριστικό χάρτη.
Ο Μηνάς Χατζημιχαήλ (γεν. 9 Μαΐου 1964, Κως) σπούδασε Διοίκηση Τουριστικών Επιχειρήσεων στη σχολή Les Roches (Ελβετία) και Γαλλική γλώσσα & Δημοσίες Σχέσεις στις Κάννες. Εκπαιδεύτηκε επίσης στον στρατό (Έφεδρος Λοχαγός) και παρακολούθησε μεταπτυχιακά στο Nova University (ΗΠΑ) στη Διοίκηση Ολικής Ποιότητας. Εργάστηκε για περίπου 20 χρόνια σε διευθυντικές θέσεις σε ξενοδοχεία της Κω και σήμερα είναι συνιδιοκτήτης του Cosmopolitan Hotel. Διετέλεσε Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος και σήμερα Αντιπρόεδρος της Ένωσης Ξενοδόχων Κω. Είναι επίσης μέλος του Δ.Σ. του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος.
Source: traveldailynews.gr