Η έννοια των έξυπνων χωριών αναδεικνύεται ως ρεαλιστική λύση για αναζωογόνηση της υπαίθρου με τεχνολογία, καινοτομία και κοινωνική συνεργασία.
Σε μια εποχή όπου η τεχνολογία και η καινοτομία διεισδύουν ακόμα και στις πιο απομακρυσμένες γωνιές, η ιδέα των έξυπνων χωριών αποκτά νέο νόημα. Δεν πρόκειται για κάποιο φουτουριστικό σενάριο γεμάτο οθόνες και αισθητήρες παντού, αλλά για μια ρεαλιστική πρόταση που φιλοδοξεί να αναζωογονήσει την ύπαιθρο. Δεν μιλάμε για τεχνολογική εμμονή, αλλά για μια βαθιά ανάγκη: την ανάγκη να ανατραπεί η συνεχιζόμενη αποδυνάμωση των αγροτικών περιοχών, η πληθυσμιακή γήρανση, η φυγή των νέων, η έλλειψη υποδομών και η υποβάθμιση των βασικών υπηρεσιών.
Η επιστροφή στα χωριά δεν είναι απλώς μια συναισθηματική επιθυμία ή ρομαντική νοσταλγία, αλλά ένα ζήτημα που αφορά την πολιτική, την κοινωνία και την ανάπτυξη. Η ιδέα του έξυπνου χωριού επιδιώκει να αναδιαμορφώσει την αγροτική ζωή μέσα από σύγχρονες δυνατότητες, διατηρώντας όμως ζωντανό τον τοπικό χαρακτήρα. Αυτό που καθιστά ένα χωριό έξυπνο δεν είναι απαραιτήτως η ίδια η τεχνολογία, αλλά η στοχευμένη χρήση της για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής και της βιωσιμότητας της κοινότητας. Η ψηφιακή γεωργία, η τηλεϊατρική, η απομακρυσμένη εκπαίδευση, οι τοπικές ενεργειακές κοινότητες και η ηλεκτρονική διακυβέρνηση δεν αποτελούν αυτοσκοπό, αλλά μέσα ενίσχυσης της καθημερινότητας, υπό την προϋπόθεση ότι εφαρμόζονται με σεβασμό στο τοπικό πλαίσιο.
Η καινοτομία, στην πραγματικότητα, συχνά δεν είναι τεχνολογική αλλά κοινωνική. Προκύπτει μέσα από τη συλλογική οργάνωση, τη συμμετοχική λήψη αποφάσεων, την αναβίωση κοινωνικών δικτύων και τη συνεργασία ανάμεσα στους τοπικούς φορείς. Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι τα πιο επιτυχημένα παραδείγματα έξυπνων χωριών είναι εκείνα που προσαρμόζουν τις λύσεις στις ιδιαιτερότητες του κάθε τόπου, είτε κοινωνικές, είτε θεσμικές, είτε πολιτισμικές. Στην Ελλάδα, οι προκλήσεις είναι εντονότερες. Η γεωγραφική απομόνωση, η κατακερματισμένη διοικητική οργάνωση, η χαμηλή ψηφιακή ωριμότητα και η χρόνια υποβάθμιση της υπαίθρου δυσκολεύουν την υιοθέτηση ενός ενιαίου μοντέλου. Η ελληνική ύπαιθρος δεν είναι ομοιογενής. Από τους ορεινούς οικισμούς της Ηπείρου μέχρι τα νησιά του Αιγαίου, κάθε περιοχή χρειάζεται εξατομικευμένες παρεμβάσεις. Η πρόσφατη διοργάνωση συνεδρίου για τα Smart Villages, που πραγματοποιήθηκε στις 2 Σεπτεμβρίου 2025 στη Σαλαμίνα, ανέδειξε την ανάγκη προσέγγισης της ανασυγκρότησης της υπαίθρου με ρεαλισμό και κοινωνική ευαισθησία. Έμφαση δόθηκε στην έξυπνη κινητικότητα, την αγροδιατροφή, την πράσινη ενέργεια, την τοπική διακυβέρνηση και τον βιώσιμο τουρισμό. Παρουσιάστηκαν επίσης εργαλεία που ήδη εφαρμόζονται επιτυχώς από τοπικές κοινότητες, όπως ψηφιακές πλατφόρμες διαχείρισης παραγωγής, ενεργειακές κοινότητες και συνδυαστικές δομές φροντίδας.
Ο Δρ. Αντώνιος Γιαννόπουλος, επίκουρος καθηγητής Μάρκετινγκ Υπηρεσιών, Διοίκησης Φιλοξενίας και Τουριστικών Προορισμών στο Διεθνές Πανεπιστήμιο της Ελλάδος (ΔιΠαΕ), συντόνισε το πάνελ με τίτλο “Νησιά της Αττικής | Τουριστική Προοπτική μέσω Smart προτάσεων” με ταυτόχρονη συμμετοχή ακαδημίας και βιομηχανίας, ένα πάνελ αφιερωμένο στις διεθνώς πρωτότυπες συνέργειες που αναπτύσσει το Τμήμα. Τόνισε ότι δεν υπάρχουν “μαγικές συνταγές” για την τουριστική ανάπτυξη, αλλά υπάρχουν αποδεδειγμένες πρακτικές και μελέτες περίπτωσης που βασίζονται στην προσαρμογή στις ανάγκες και τα όρια κάθε τοπικής κοινότητας, αυτό το “μέτρο” του ‘μέχρι πού’ και ‘μέχρι πόσο’ που δυστυχώς “χάσαμε” τα τελευταία χρόνια σε πολλούς προορισμούς, στην Ελλάδα και Διεθνώς. Υπογράμμισε ότι η επιτυχία είναι πιο εύκολα διαχειρίσιμη σε “κλειστά οικοσυστήματα”, όπως τα νησιά, σε αντίθεση με περιοχές που συνδέονται οδικώς με την ηπειρωτική χώρα. Το “κλειδί”, κατά τον ίδιο, δεν είναι απλώς η προβολή ή οι επικοινωνιακές ενέργειες, αλλά η ουσιαστική κατανόηση και διαχείριση της τουριστικής αγοράς. Τόνισε ότι η καινοτομία πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ολιστική στρατηγική διοίκησης και μάρκετινγκ, επομένως οι στρατηγικές για τουρισμό όλο τον χρόνο πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις πραγματικές δυνατότητες των αγορών-στόχων, πολλές από τις οποίες παραμένουν εποχιακές λόγω των συνηθειών των επισκεπτών. Κλείνοντας, σχολίασε ότι οι αποτελεσματικές στρατηγικές μάρκετινγκ προορισμών έχουν κάτι κοινό – προσαρμόζονται στις ανάγκες της αγοράς, όπου απευθύνονται. Αν δεν γίνει αυτό, η στρατηγική βρίσκεται σε λάθος κατεύθυνση. Στη “σύγκρουση” αυτή, δεν θα καταρρεύσει η αγορά αλλά η ίδια η στρατηγική, και άρα ο ίδιος προορισμός, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την οικονομία, την κοινωνία, το περιβάλλον.
Από την πλευρά του, ο Δρ. Γεώργιος Σκούφας, καθηγητής Θαλάσσιου και Καταδυτικού Τουρισμού στο Τμήμα Διοίκησης Οργανισμών, Μάρκετινγκ και Τουρισμού του ΔΙΠΑΕ, τόνισε την ανάγκη βιώσιμης αξιοποίησης του φυσικού πλούτου στις παραθαλάσσιες και νησιωτικές περιοχές. Επισήμανε ότι ο καταδυτικός τουρισμός μπορεί να συμβάλει σημαντικά στην τοπική οικονομία, εφόσον σεβαστεί το περιβάλλον. Προειδοποίησε για τους κινδύνους που δημιουργεί η κατασκευή τεχνητών αξιοθέατων, όπως ύφαλοι και ναυάγια, τα οποία μπορεί να βλάψουν τον φυσικό υποθαλάσσιο πλούτο. Αντίθετα, υποστήριξε ότι η ανάδειξη της φυσικής θαλάσσιας ζωής μέσα από τη γνώση μπορεί να αποτελέσει ισχυρό τουριστικό πλεονέκτημα. Τόνισε επίσης ότι ο έξυπνος σχεδιασμός βασίζεται σε λύσεις με χαμηλό κόστος, γνώση, συνεργασία και βιωσιμότητα. Για να γίνουν οι παραθαλάσσιες κοινότητες πρότυπα έξυπνων τουριστικών προορισμών, πρότεινε την ένταξή τους στο Σύστημα Καταδυτικού Τουρισμού (SCUBA Diving Tourism System) μέσα από συνεργασίες των τοπικών φορέων και της καταδυτικής κοινότητας.
Ήδη υπάρχουν παραδείγματα που αποδεικνύουν ότι η μετάβαση στα έξυπνα χωριά είναι εφικτή. Σε πολλές περιοχές, συνεταιρισμοί και κοινότητες εφαρμόζουν τεχνολογίες και καινοτόμες πρακτικές για τη βελτίωση της παραγωγής, τη διαχείριση της ενέργειας, την παροχή υπηρεσιών φροντίδας και την ενίσχυση της τοπικής οικονομίας. Ωστόσο, συχνά απουσιάζει ένα σταθερό θεσμικό πλαίσιο που να υποστηρίζει τέτοιες πρωτοβουλίες με συνεχή κατάρτιση και μακροχρόνια υποστήριξη. Η ευρωπαϊκή πολιτική για τα έξυπνα χωριά εστιάζει στη διακυβέρνηση σε πολλά επίπεδα, στην ενδυνάμωση των τοπικών κοινωνιών και στην ισορροπημένη, βιώσιμη ανάπτυξη. Στην Ελλάδα, αν και έχουν υλοποιηθεί πρωτοβουλίες μέσω προγραμμάτων όπως το LEADER και το Interreg, δεν έχει διαμορφωθεί ακόμη μια ολοκληρωμένη εθνική στρατηγική. Το ζητούμενο είναι η υπέρβαση του μοντέλου των αποσπασματικών επιδοτήσεων και η μετάβαση σε μια συνεκτική, μακροπρόθεσμη πολιτική για την ύπαιθρο.
Η συζήτηση για τα έξυπνα χωριά μάς καλεί να επανεξετάσουμε τη σχέση μας με τον τόπο. Δεν πρόκειται για επιστροφή στο παρελθόν ή για μια άκριτη τεχνολογική μετάβαση, αλλά για μια νέα πρόταση ζωής και ανάπτυξης, που συνδυάζει τη γνώση του παλιού με τις δυνατότητες του νέου. Πρόκειται για έναν διαφορετικό τρόπο οργάνωσης της καθημερινότητας, της παραγωγής, της φροντίδας και της συμμετοχής. Σε έναν κόσμο όλο και πιο συγκεντρωτικό και απρόσωπο, το “έξυπνο χωριό” μπορεί να γίνει χώρος ελευθερίας, αυτονομίας και δημιουργίας – όχι εξαίρεση, αλλά προοπτική για το μέλλον.
Η Γιώτα Μοσχοπουλίδου είναι πτυχιούχος Διοίκησης Τουριστικών Επιχειρήσεων και Απόφοιτη Μεταπτυχιακού ΔΠΜΣ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, με επιστημονική κατεύθυνση “Τουρισμός και Περιφερειακή Ανάπτυξη”.Δραστηριοποιείται ως Επιστημονική Σύμβουλος Τουριστικής Ανάπτυξης, με πολυετή εμπειρία στο φάσμα του τουριστικού γίγνεσθαι και εξειδίκευση στο Τουριστικό Μάρκετινγκ και την Περιφερειακή Ανάπτυξη.Ως επιστημονική συντάκτρια του TravelDailyNews αρθρογραφεί πάνω σε θέματα Ανάπτυξης/Βιωσιμότητας/Καινοτομίας- Τεχνολογίας/Εναλλακτικών Μορφών και Πολιτισμού. Είναι υπεύθυνη για τις βιβλιοπαρουσιάσεις του επιστημονικού κλάδου του τουρισμού.
Source: traveldailynews.gr