Πάνω από εννέα στις δέκα επιχειρήσεις- μέλη του Εμποροβιομηχανικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης – συγκεκριμένα ποσοστό 93% – δυσκολεύονται να βρουν προσωπικό σύμφωνα με έρευνα της Palmos Analysis για λογαριασμό του Επιμελητηρίου. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε σε δείγμα 180 ερωτηθέντων, κατά το διάστημα 25 Ιουνίου-17 Ιουλίου και παρουσιάστηκε απόψε στην 88η ΔΕΘ.Ως ο «υπ’ αριθμόν ένα» λόγος για την αδυναμία εύρεσης προσωπικού αναφέρεται η έλλειψη των αναγκαίων δεξιοτήτων και ικανοτήτων, συγκεντρώνοντας ποσοστό 70% των (πολλαπλών) απαντήσεων και ακολουθούν η απουσία ενδιαφέροντος από τους ίδιους τους υποψηφίους (59%), η έλλειψη της απαιτούμενης προϋπηρεσίας (28%) και η απουσία των ζητούμενων τυπικών προσόντων και τίτλων σπουδών (16%).Δεξιότητες σε πρώτη ζήτησηΚληθέντες να επιλέξουν από μια λίστα 16 γνώσεων και δεξιοτήτων, τις πέντε βασικές, που απαιτούνται στην επιχείρησή τους, η πλειονότητα των ερωτηθέντων αναφέρουν ως βασικότερες τις ειδικές επαγγελματικές γνώσεις και δεξιότητες, που σχετίζονται άμεσα με τον τομέα ή το αντικείμενο εργασίας (ποσοστό 67%, έναντι 72% στην αντίστοιχη έρευνα του 2021). Ακολουθούν η ικανότητα συνεργασίας σε ομάδα (62% και στις δύο έρευνες, του 2024 και του 2021), η κριτική σκέψη και η δυνατότητα για επίλυση προβλημάτων (50% έναντι 43% το 2021), η ευελιξία/ προσαρμοστικότητα (49% έναντι 35%) και η οργανωτικότητα/τεχνικές διαχείρισης χρόνου (41%, έναντι 28%).Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι συγκεκριμένα τυπικά προσόντα, όπως η γνώση της αγγλικής γλώσσας, οι ψηφιακές δεξιότητες ή η καλή χρήση των ελληνικών βρίσκονται πολύ πιο χαμηλά στις απαιτήσεις των επιχειρηματιών (με ποσοστά 35%, 19% και 19% αντίστοιχα).Σημειωτέον, επίσης, ότι πάνω από τις μισές επιχειρήσεις του δείγματος (ποσοστό 52%) αναζητούν προσωπικό (τα αντίστοιχα ποσοστά είναι 69% για τη βιομηχανία, 54% για τις υπηρεσίες και 46% για το εμπόριο).Λόγοι αναζήτησης προσωπικού (πολλαπλή επιλογή απαντήσεων) είναι κυρίως η αύξηση της παραγωγής και των πωλήσεων (47%), αλλά και λόγω αποχώρησης ή συνταξιοδότησης υφιστάμενων εργαζομένων (37%), συνεπεία εκκίνησης νέας δραστηριότητας ή επέκτασης (29%) και λόγω ανάγκης για περισσότερη εξειδίκευση (22%).Κανάλια αναζήτησης εργαζομένωνΗ παραδοσιακή μέθοδος των αγγελιών μέσω διαδικτύου ή του Τύπου αποτελεί την πρώτη επιλογή των ερωτηθέντων μεταξύ των πολλαπλών πιθανών απαντήσεων (ποσοστό 60%, έναντι 56% στην έρευνα του 2021), ενώ έπονται οι συστάσεις εργαζομένων και συγγενών/γνωστών (58% από 54%) ή ιδιοκτητών/μετόχων (35% από 36%), η πρακτική άσκηση από εκπαιδευτικούς φορείς (με σημαντικά αυξημένο ποσοστό -34%- σε σχέση με το 22% της προηγούμενης έρευνας και οι εταιρείες αναζήτησης προσωπικού (17% από 20% το 2021). Σε σύγκριση με αλλους κλάδους, η βιομηχανία εμπιστεύεται περισσότερο τις εταιρείες εύρεσης προσωπικού (23%), ενώ το χαμηλότερο αντίστοιχο ποσοστό είναι στις υπηρεσίες (13%).Βάσει της ίδιας έρευνας, το 70% των επιχειρήσεων είναι πολύ (13%) ή αρκετά (57%) ικανοποιημένες με τις τεχνικές γνώσεις, τις δεξιότητες και τις ικανότητες του προσωπικού που απασχολούν, ενώ οι περισσότερες έχουν έστω άτυπο σύστημα επιβράβευσης των εργαζομένων τους, βάσει απόδοσης. Συγκεκριμένα, το 61% απαντά πως έχει άτυπο σύστημα επιβράβευσης (59% στην προηγούμενη έρευνα), έναντι 7% (12% το 2021), που δηλώνει πως έχει θεσμοθετημένο. Στις μεγαλύτερες επιχειρήσεις (με περισσότερους από έξι εργαζομένους), τα θεσμοθετημένα συστήματα επιβράβευσης είναι πιο συχνά (11%), σε σχέση με τις μικρότερες, που απασχολούν από ένα έως πέντε άτομα (4%).Θεωρούν αναγκαία τα προγράμματα κατάρτισης, αλλά περισσότερες από τις μισές δεν έχουν εφαρμόσει κάποιο την τελευταία τριετία. Αναλυτικότερα, σχεδόν επτά στις δέκα επιχειρήσεις (ποσοστό 67% έναντι 70% το 2021) θεωρούν πως είναι αναγκαίο κάποιο πρόγραμμα επιδοτούμενης ή μη κατάρτισης για τους εργαζόμενούς τους στις ζητούμενες δεξιότητες. Ωστόσο πάνω από πέντε στις δέκα (53% το 2024 από 59% το 2021) δεν έχουν εφαρμόσει κάποιο τέτοιο πρόγραμμα την τελευταία τριετία, ιδίως οι μικρότερες: στις επιχειρήσεις άνω των έξι εργαζομένων, ποσοστό 54% δηλώνουν πως έχουν εφαρμόσει τέτοιο πρόγραμμα τα τελευταία τρία χρόνια, ενώ στις μικρότερες το αντίστοιχο ποσοστό είναι 29%.Μεταξύ όσων εφήρμοσαν τέτοιο πρόγραμμα στην επιχείρησή τους, οι περισσότεροι το έκαναν με χρηματοδότηση της ίδιας της εταιρείας (53%) και ακολούθησαν τα προγράμματα του ΟΑΕΔ (50%), τα ευρωπαϊκά και συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα (13%) και η δαπάνη των ίδιων των εργαζόμενων (13%, ποσοστό αυξημένο σε σχέση με το 10% του 2021). Ως προς τη χρησιμότητα που είχε το πρόγραμμα, πάνω από έξι στους δέκα (ποσοστό 65%) δηλώνουν πως ήταν αρκετά (51%) ή και πολύ (14%) χρήσιμο.Η έλλειψη διαθέσιμου χρόνου για κατάρτιση δηλώνεται με ποσοστό 26% ως το κυριότερο εμπόδιο που αποθαρρύνει μια επιχείρηση από την εφαρμογή τέτοιων προγραμμάτων, ενώ ακολουθούν η έλλειψη κατάλληλων προγραμμάτων (24%), χρηματοδότησης (17%), ενημέρωσης για τις διαθέσιμες δυνατότητες (επίσης 17%), αλλά και η απροθυμία των ίδιων των εργαζομένων να συμμετάσχουν (11%).ΤηλεργασίαΈξι στις δέκα επιχειρήσεις (ποσοστό 57%) δεν εφαρμόζουν ποτέ τηλεργασία, με το αντίστοιχο ποσοστό να ανέρχεται σε 66% για το εμπόριο, 50% για τη βιομηχανία και 49% για τις υπηρεσίες. Το 19% των επιχειρήσεων όλων των κλάδων την προτιμά σε περιόδους έκτακτων γεγονότων και κρίσεων (π.χ., πανδημία, ιώσεις, έκτακτη ανάγκη απουσίας εργαζόμενου), το 16% την εφαρμόζει περιστασιακά και το 4% μόνιμα σε μερικές και συγκεκριμένες θέσεις εργασίας, ενώ μόλις το 3% την επιλέγει καθολικά και συστηματικά (με το αντίστοιχο ποσοστό να ανέρχεται σε 5% στις υπηρεσίες και να είναι μηδενικό σε εμπόριο και βιομηχανία).Η πλειονότητα των επιχειρήσεων (55%) θεωρεί την τηλεργασία λιγότερο αποδοτική από ό,τι η φυσική, δια ζώσης εργασία, το 34% τη χαρακτηρίζει ως εξίσου αποδοτική και μόλις το 5% ως περισσότερο αποδοτική.Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η σημασία που οι ερωτηθέντες δείχνουν στον σεβασμό: πάνω από οκτώ στους δέκα (84%) θεωρούν πολύ σημαντικό τον σεβασμό στην επιχείρηση, το 88% δηλώνει το ίδιο για τον σεβασμό στον πελάτη και το 71% επισημαίνει ότι είναι πολύ σημαντικές οι ικανότητες στην αντιμετώπιση των πελατών.
Source: naftemporiki.gr