Ο ελληνικός τουρισμός αναζητά βιώσιμες πρακτικές και εναλλακτικές μορφές, μειώνοντας την εξάρτηση από παραδοσιακές αγορές και αντιμετωπίζοντας προκλήσεις.
Ο τουρισμός αποτελεί έναν από τους θεμελιώδεις τομείς της ελληνικής οικονομίας, ενισχύοντας την πολιτιστική κληρονομιά και τις υποδομές της χώρας. Αν και η ανάπτυξη του μαζικού τουρισμού έχει φέρει σημαντικά έσοδα, έχει επίσης προκαλέσει εποχικότητα και εξάρτηση από συγκεκριμένες αγορές. Οι προκλήσεις που έχουν προκύψει από την πανδημία και τις κλιματικές αλλαγές αναδεικνύουν την ανάγκη για στρατηγικό σχεδιασμό και διαφοροποίηση στο τουριστικό μοντέλο.
Ο τουρισμός αποτελεί έναν από τους κύριους πυλώνες της ελληνικής οικονομίας, προάγοντας την πολιτιστική κληρονομιά και ενισχύοντας τις υποδομές της χώρας. Από τη δεκαετία του ’60, η ανάπτυξη υποδομών και η βελτίωση των υπηρεσιών έχουν συμβάλει καθοριστικά στην προσβασιμότητα, επιτρέποντας τη ραγδαία ανάπτυξη του μαζικού τουρισμού. Ωστόσο, το μοντέλο του «ήλιου και θάλασσας» έχει οδηγήσει σε έντονη εποχικότητα, με τη μεγαλύτερη ροή τουριστών να καταγράφεται τους καλοκαιρινούς μήνες, κάτι που έχει προκαλέσει προκλήσεις όπως η υπερφόρτωση των δημοφιλών προορισμών και η επιβάρυνση του περιβάλλοντος.
Η επιστροφή της εποχικότητας στα προ πανδημίας επίπεδα αναδεικνύει την ανάγκη για στρατηγικές διαφοροποίησης. Η προώθηση εναλλακτικών μορφών τουρισμού, όπως ο πολιτιστικός, ο αγροτουρισμός και ο οικοτουρισμός, δεν είναι απλώς επιθυμητή, αλλά επιτακτική, καθώς μπορεί να βελτιώσει τη διανομή επισκεπτών καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία του ΙΝΣΕΤΕ, το 82,7% των τουριστικών εσόδων προέρχεται από τον εισερχόμενο τουρισμό, καλύπτοντας σημαντικό μέρος του εμπορικού ελλείμματος της χώρας (ΙΝΣΕΤΕ, ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2024). Αυτή η οικονομική συνεισφορά υπογραμμίζει τον κρίσιμο ρόλο του τουρισμού στην ελληνική οικονομία και την ανάγκη για τη βιώσιμη ανάπτυξη του τομέα. Ο τουρισμός συμβάλλει όχι μόνο στο ΑΕΠ, αλλά και στην απασχόληση και στην ανάπτυξη των τοπικών κοινοτήτων. Η βιώσιμη ανάπτυξη του τουριστικού τομέα είναι απαραίτητη για την προστασία των φυσικών πόρων, την πολιτιστική κληρονομιά και την ευημερία των κατοίκων. Είναι σημαντικό να προωθηθούν πρακτικές που ενθαρρύνουν τον οικολογικό τουρισμό και τη διατήρηση των τοπικών παραδόσεων.
Η ανάλυση του τουρισμού στην Ελλάδα αποκαλύπτει προκλήσεις, με κύρια την εξάρτηση από συγκεκριμένες αγορές της Κεντρικής Ευρώπης, όπως η Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γαλλία. Αυτή η εξάρτηση τονίζει τη σημασία στρατηγικού σχεδιασμού για την διαφοροποίηση των αγορών και την ενίσχυση της ζήτησης του τουριστικού προϊόντος. Τα στοιχεία του ΙΝΣΕΤΕ δείχνουν τη συνεχιζόμενη υπεροχή αυτών των τριών αγορών για το 2023, με τη γερμανική αγορά να συνεισφέρει το 14,6% των συνολικών αφίξεων, η αγγλική το 14,0% και η γαλλική το 5,6%. Η παρατηρούμενη αύξηση 18% στις αφίξεις το 2023 σε σύγκριση με το 2022 καταδεικνύει την ανθεκτικότητα του ελληνικού τουρισμού και τις προοπτικές του για τα επόμενα χρόνια.
Ωστόσο, το καλοκαίρι του 2024, ο τουρισμός στην Ελλάδα αντιμετώπισε νέες προκλήσεις, κυρίως λόγω ακραίων καιρικών φαινομένων, όπως οι καύσωνες και οι πυρκαγιές. Αυτές οι συνθήκες επηρεάζουν όχι μόνο την ασφάλεια των επισκεπτών αλλά και την εικόνα της χώρας στο εξωτερικό. Η ανάγκη για στρατηγικό σχεδιασμό με βιώσιμες πρακτικές είναι επιτακτική, προκειμένου να ενισχυθεί ο τομέας και να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες της αγοράς. Η προώθηση εναλλακτικών μορφών τουρισμού, όπως ο οικολογικός και ο πολιτιστικός, μπορεί να προσφέρει νέες ευκαιρίες και να μειώσει την εξάρτηση από τις παραδοσιακές μορφές τουρισμού. Η βιώσιμη ανάπτυξη στον τουρισμό είναι πράγματι ένα κρίσιμο θέμα που απαιτεί συνεργασία μεταξύ όλων των εμπλεκομένων. Η ενίσχυση των τοπικών κοινοτήτων μέσω του τουρισμού προσφέρει μοναδικές εμπειρίες και προάγει την οικονομική ανάπτυξη, ενώ οι καλά εκπαιδευμένοι και ικανοποιημένοι εργαζόμενοι συνεισφέρουν στη συνολική ποιότητα των υπηρεσιών.
Η πρωτοβουλία METRON Sustainable Tourism, που αναπτύχθηκε από το ΣΕΤΕ, είναι ένα εξαιρετικό παράδειγμα αυτής της κατεύθυνσης, προωθώντας την αυτορρύθμιση και την υιοθέτηση βιώσιμων πρακτικών στον τουριστικό τομέα. Η χρήση εργαλείων όπως η ψηφιακή πλατφόρμα αυτοαξιολόγησης και τα webinars είναι κρίσιμης σημασίας για την υποστήριξη των επιχειρήσεων, ενώ η ευελιξία και η καινοτομία στη διαχείριση προορισμών προσφέρουν επιπλέον πλεονεκτήματα.
Η συνεργασία όλων των φορέων είναι απαραίτητη για την επίτευξη των στόχων αυτών και για την ανάπτυξη ενός βιώσιμου τουριστικού μοντέλου που θα ωφελεί και τις τοπικές κοινωνίες και τους επισκέπτες. Η προώθηση της πολιτιστικής κληρονομιάς και η προστασία του περιβάλλοντος είναι επίσης θεμελιώδεις παράγοντες για τη διασφάλιση ενός βιώσιμου μέλλοντος στον ελληνικό τουρισμό.
Με τέτοιου είδους στρατηγικές, ο ελληνικός τουρισμός μπορεί να μετατραπεί σε έναν παράγοντα που θα προάγει τη βιωσιμότητα και την καινοτομία, εξασφαλίζοντας παράλληλα την οικονομική ευημερία της χώρας και την ευημερία των τοπικών κοινοτήτων.
Η Γιώτα Μοσχοπουλίδου είναι πτυχιούχος Διοίκησης Τουριστικών Επιχειρήσεων και Απόφοιτη Μεταπτυχιακού ΔΠΜΣ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, με επιστημονική κατεύθυνση “Τουρισμός και Περιφερειακή Ανάπτυξη”.Δραστηριοποιείται ως Επιστημονική Σύμβουλος Τουριστικής Ανάπτυξης, με πολυετή εμπειρία στο φάσμα του τουριστικού γίγνεσθαι και εξειδίκευση στο Τουριστικό Μάρκετινγκ και την Περιφερειακή Ανάπτυξη.Ως επιστημονική συντάκτρια του TravelDailyNews αρθρογραφεί πάνω σε θέματα Ανάπτυξης/Βιωσιμότητας/Καινοτομίας- Τεχνολογίας/Εναλλακτικών Μορφών και Πολιτισμού. Είναι υπεύθυνη για τις βιβλιοπαρουσιάσεις του επιστημονικού κλάδου του τουρισμού.
Source: traveldailynews.gr